Further tags

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Got a better definition? Add it!

Published

Σχετικά με την μουσική:

  1. Κιθαριστικός ή μπασιστικός ήχος (ή γενικά ήχος ηλεκτρικού εγχόρδου οργάνου) που χαρακτηρίζεται από την απουσία εφέ που παράγονται από την χρήση εξωτερικού εξοπλισμού, όπως π.χ. πεταλάκια, πεταλιέρες, προενισχύσεις κλπ. Στις περιπτώσεις αυτές λέγεται πως «ο κιθαρίστας / μπασίστας / τα έγχορδα παίζουν καρφί στον ενισχυτή», εννοώντας πως ο οι οργανοπαίκτες έχουν απλά συνδέσει τα όργανά τους στον ενισχυτή, χωρίς να έχουν χρησιμοποιήσει οτιδήποτε άλλο. Η πρακτική αυτή χαιρετίζεται ως άποψη από κάποιους, αλλά θεωρείται ως καταστροφική από κάποιους άλλους, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις όπου οι οργανοπαίκτες παίζουν με παραμόρφωση, για πρακτικούς λόγους: ο εξωτερικός εξοπλισμός αποδεσμεύει τον οργανοπαίκτη από τις ατέλειες / βλάβες ή την κακή ποιότητα του τελικού ενισχυτή και τους επιτρέπει να διαμορφώσουν οι ίδιοι τον ήχο τους, χρησιμοποιώντας το καθαρό κανάλι του ενισχυτή. Έτσι, ακόμη και αν ο ενισχυτής είναι για τα μπάζα απ' τη μάνα του, ή αν τα 'χει κάψει λόγω της πολύωρης χρήσης, ο οργανοπαίκτης μπορεί και πάλι να επιτύχει έναν αξιοπρεπή ήχο χωρίς τζιτζίκια ή αδύναμη / τζούφια παραμόρφωση.

  2. Η έκφραση «τα παίζω καρφί» έχει και μία ακόμη ερμηνεία: πως ο παίκτης ή το συγκρότημα παίζει το σετ του σε ζωντανό περιβάλλον (συναυλία ή πρόβα), ακριβώς όπως αυτό υπάρχει και σε ηχογραφήσεις, χωρίς ουσιαστικά ο ακροατής να μπορεί να ανιχνεύσει διαφορές. Ό,τι έχει ο δίσκος ή το σιντί αναπαράγεται ζωντανά ως την τελευταία νότα χωρίς να υστερεί ούτε χρονικά, ούτε εκτελεστικά αλλά ούτε και ηχητικά. Αυτό συνεπάγεται άπειρες ώρες πρόβας αλλά και άπειρες ώρες προσωπικής εργασίας του κάθε μέλους (ή απλά και του σόλο μουσικού, όπως π.χ. ενός κλασικού κιθαρίστα), αλλά αυτό δεν εμποδίζει διάφορους κακεντρεχείς να κάνουν διάφορα σχόλια περί «ελλείψεως ευελιξίας», «ψυχρότητα στην σκηνή» και διάφορα άλλα τέτοια κουλά.

Το clean channel είναι ανέλπιστα καλό παραμένει καθαρότατο ακόμα και σε υψηλές εντάσεις (τουλάχιστον με τις stock λυχνίες) Το αν συνεργάζεται καλά με πετάλια δεν έχω προλάβει ακόμα να το διαπιστώσω (παίζω μόνο καρφί προς το παρόν). (Από εδώ)

δεν θέλω να σου κάνω τον μάγκα με αυτήν την απάντηση, απλώς να σου δώσω την «φιλοσοφία» του συνδιασμού λαμπάτου+πεταλιού.. για αυτά που θες να παίξεις δεν νομίζω να είναι απαραίτητο το πεταλάκι σου.. παίζεις καρφί ή αν θές κάτι άλλο δες κάτι σε treble booster γερμανίου ή κάποιο fuzz στην τελική.. (Από εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Μουσική) Συγκεκριμένη δακτυλοθεσία, συγχορδίας κυρίως, σε έγχορδο. Καταχρηστικά, μπορεί να σημαίνει και συγχορδία.

Τα πιασίματα είναι μεγάλο θέμα σε όργανα όπως η κιθάρα και το μπουζούκι –και περισσότερο στην κιθάρα, ως όργανο ακομπανιαμέντου απ' τη μια και με περισσότερες χορδές απ' την άλλη– για τον επιπλέον λόγο ότι, για την ίδια συγχορδία (συγκεκριμένα, για την ίδια αναστροφή, στο ίδιο τονικό ύψος), έχεις στη διάθεσή σου διαφορετικά πιασίματα σε διαφορετικές χορδές, άρα και διαφορετικά ηχοχρώματα, πράγμα που δεν συμβαίνει με όργανα όπως το πιάνο (ή τα τύμπανα).

Η εκμετάλλευση αυτής της ιδιομορφίας είναι βέβαια θέμα εμπειρίας ευρύτερης και εμπειρίας πάνω στο εκάστοτε συγκεκριμένο όργανο, είναι όμως και θέμα μουσικού στιλ: χωρίς να διακρίνουμε ματζόρε, μινόρε, έβδομες και λοιπά, στην παρεΐστικη κιθάρα ας πούμε, παραλία κι' έτσι, χρησιμοποιούνται παραδοσιακά τρία βασικά πιασίματα συν λίγα ανοιχτά (δηλαδή, με ανοιχτές χορδές), σε ροκ, με ηλεκτρική συνήθως κιθάρα, έχεις επιπλέον το πιάσιμο με πέμπτες, σε πανκ έχεις μόνον αυτό (δε μετράω το πιάσιμο σε μία χορδή, είπαμε μιλάμε για συγχορδίες...), ενώ σε τζαζ ξερωγώ το πράμα απαιτεί προχωρημένη συνδυαστική για να κάνεις μια καταμέτρηση –που όμως ξεφεύγει από τους σκοπούς του παρόντος σάιτ.

  1. Σε όσους ξέρουν κιθάρα, τα πιασίματα σίγουρα θα φανούν πολύ γνωστά: το τετράχορδο μπουζούκι κουρντίζεται όπως οι τέσσερις πιο λεπτές χορδές της κιθάρας (και ένα τόνο χαμηλότερα). Μετακινώντας το κάθε πιάσιμο πάνω στο μπράτσο του οργάνου, παίρνουμε όλες τις υπόλοιπες συγχορδίες. Για ένα παράδειγμα πώς γίνονται οι μετακινήσεις, κοιτάξτε τη σελίδα με τις συγχορδίες για τρίχορδο / τζουρά / μπαγλαμά. (εδώ)

  2. - Να προσπαθησω να μαθω να χρισημοποιω τον αντιχειρα αντι να κανω bar με τον δεικτη; [...] Τι να κανω; Παιζει ρολο αν εχω μακρυα δαχτυλα (δεν εχω!) η ο τροπος που κραταω την κιθαρα;
    - [...] Δεν φταίει το χέρι σου αλλά η εξάσκηση. Επίσης στην αρχή μην προσπαθείς σε ακουστικές και κλασικές με μεγάλο μπράτσο αν δυσκολεύεσαι. Κι εγώ έχω μικρά χέρια και με ξένισε στην αρχή το πιάσιμο. (από εδώ)

  3. Ένα απόγευμα λοιπόν όταν οι μουσικοί κούρδιζαν και έκαναν τις δοκιμές στην μικροφωνική, με έκο πάντα (τα γνωστά έεεεεενα-α-α-α-α, τεστ-τεστ-εστ-στ-τ), ακούω από το σπίτι μου το “Europa” του Santana! Αμέσως καβαλάω το ποδήλατο, μάρκας Rock-Cross το οποίο είχα τίγκα στο αυτοκόλλητο panini με παίχτες του Ολυμπιακού και διακτινίζομαι -τύφλα να ‘χει ο Κερκ- στο πανηγύρι. Εκεί βλέπω έναν τύπο, φυσιογνωμικά γνωστό που έβλεπα αρκετά συχνά στον πλάτανο*, ίδιος ο Santana (μαλλί μακρύ, μουστάκι) προς το πιο… μελαχρινό όμως, να παίζει με μια Gibson ES-335 εξαιρετικά το εν λόγω άσμα. Σχεδόν όλο το βράδυ κάθισα πάνω στο ποδήλατο εκεί στο δρόμο και τον έβλεπα να παίζει δημοτικά και προσπαθούσα να αποτυπώσω τα ακόρντα, τις κινήσεις των χεριών και τα πιασίματα, χωρίς να δίνω και πολύ σημασία στο “υπερθέαμα” που εξελίσσονταν μπροστά στην τσιμεντένια πίστα (τις παρέες να χορεύουν με την σειρά με τα γνωστά νούμερα, την “χαρτούρα”, τις μικροπαρεξηγήσεις κλπ). Στις αφίσες που είχε ο μαγαζάτορας κολλημένες πάνω σε ένα υποτυπώδη φράχτη που είχε φτιάξει με λινάτσα διάβασα “κιθάρα – Νίκος Μακρυγιώργος“. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified