Το πανούργο και ηθικά επαίσχυντο άτομο που, κατά την αναζήτηση ταξιού, πάει και στέκεται δέκα μέτρα πιο πάνω από σένα στο δρόμο, ώστε να σταματήσει πρώτος το ταξί.

Ο ......., που συνελήφθη σήμερα για τη ληστεία, είναι σεσημασμένος ταξιδύτης.

(από jesus, 28/11/10)

Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνθρωπος που αναζητώντας ένα ταξί επί ώρες, τελικά το βρίσκει και κάνει υπερβολικά νευρικές κινήσεις για να του τραβήξει την προσοχή.

Αποτέλεσμα: ο ταξιτζής τρομάζει και απομακρύνεται ή τον θεωρεί τρελό και πάλι απομακρύνεται.

- Άντε ρε,γιατί άργησες;
- Δεν έβρισκα ταξί και, όταν το βρήκα, αυτός τράκαρε σε μια κολόνα και έφυγε περνώντας με κόκκινο!
- Αμάν ρε μλκ, έχεις μέσα σου τον ταξιδιώκτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified