Όστις μονίμως ψωλαρμενίζει υπό την γενετήσια ορμή τση κάτω κεφαλής του, γράφοντας στον ζμπόυτσο τόυ το μέλλον του κι άλλα σοβαρά πράγματα.

- μην περιμένετε να τελειώσει πανεπιστήμιο αυτός ο ψωλάρμπεης. (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 231).

Τοπική σλανγκιά από την ορεινή Αρκαδία.

Εκ του ψωλαρά και του γαμοσλανγκοτέτοιου μπέης (< τουρκ. bey, "άρχοντας").

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O πέοντας, στην ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας.

- Το βράδυ σε έβλεπα στον ύπνο μου και ξύπνησα με έναν τεράστιο...
- Μπελεγρίνο;
- Όχι, πονοκέφαλο.

Δεν έχω ιδέα πούθε ευθυμολογείται, αλλά εικάζω σχέση με το ιταλικό όνομα Pellegrino (εκ του λατ. peregrinus, ο ταξιδιώτης).

Μπελεγρίνος ο peregrinus

Καταγράφεται στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 118.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανδρικό πέος στην πελοποννησιακή σλανγκ. Διακρίνεται από τα κρεμαστάρια που σημαίνουν τους όρχεις. Δημιουργική υπογράμμιση της ιδιότητας του πέους να κρέμεται όταν το ανδρικό σώμα είναι όρθιο. Στην αιτιατική ενικού και στη γενική πληθυντικού παίρνει την απαραίτητη εύηχη αύξηση -νε (τον κρεμαστόνε, των κρεμαστώνε).

1) Έφαγα μια γερή κλωτσιά στη μπάλα και με πονάει ο κρεμαστός μου!
2) Τόση ώρα σου μιλάω και δεν απαντάς.. Σταμάτα να με γράφεις στον κρεμαστόνε σου πια!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified