Ο σούπερ γλίτσας, ο υπεργλοιώδης άνθρωπος.
- Πω, ρε συ, τι αφεντικό είναι αυτό; Καδένα, βραχιόλι; Γλίτζουρας σκέτος!
Ο σούπερ γλίτσας, ο υπεργλοιώδης άνθρωπος.
- Πω, ρε συ, τι αφεντικό είναι αυτό; Καδένα, βραχιόλι; Γλίτζουρας σκέτος!
Got a better definition? Add it!
Εκ της «σαϊλας», ψυχοκαταστάσεως εν γένει, psy- (σαϊ-), πιθανόν περιγράφουσα περισσότερο την ιδεοσυναισθηματική της εκδοχή και του γενικευμένα απρόβλεπτου αυτής, εντοπιζόμενη αλλά και επανανοηματοδοτούμενη κατά την εκφορά της από γκόμενα.
- Καλώς το μου. Τι αγόρασες εκεί;
- Α, είχα πάει φαρμακείο και πήρα αντικαταθλιπτικά και μια μάσκα ομορφιάς...
- Καλά μιλάμε είσαι μεγάλη σαϊλογκόμενα!
Δες και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Ένα άτομο (συνήθως έφηβος) που φοράει συνέχεια μάρκες ακριβών ρούχων για να δείξει ότι είναι μοντέρνος, μόνο που τις περισσότερες φορές καταφέρνει το αντίθετο. Συνηθίζεται να αποκαλείται κάποιος /-α ποζέρι αν φτιάχνει όλη την ώρα τα μαλλιά του ή αν σταματάει σε καθρέπτες για να φτιαχτεί. Αυτά τα άτομα χαρακτηρίζονται από το σνομπ ύφος και βλέμμα τους. Συνώνυμο του ψώνιου.
Πιθανή προέλευση από την λέξη «πόζα». Μπορεί να θεωρηθεί και ύβρις.
Αυτή η Μαρία αποδείχθηκε πολύ ποζέρι τελικά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προέρχεται από την Ελληνική λέξη βλάκας και την Αγγλική hacker. Χαρακτηρίζει τον αδαή κομπιουτεράκια που νομίζει πως γνωρίζει τα πάντα που σχετίζονται με υπολογιστές. Η πεποίθησή του ότι είναι hacker συνοδευόμενη με επιδειξιομανία τον καθιστούν γελοίο στους γνώστες και βαρετό στους υπολοίπους.
- Ο Μάκης μου είπε ότι μπορεί να σπάσει τους κωδικούς του e-mail μου. Λες να μπορεί να το κάνει;
- Τι κάθεσαι κι ακούς. Ο τύπος είναι βλάκερ.
Got a better definition? Add it!
(Επίθετο)
Φιλική επευφημία, ευρέως αναφερόμενη εντός νωχελικών παρεών επιδιδόμενων εις το αρχαιότατον πάρεργον «τάβλι», που αναφέρεται όταν στον έναν εκ των παιχτών έχει ανοίξει ο κώλος και τους έχει πάρει όλους σερί...
Χρησιμοποιείται επειδή συνδέει το τάβλι με την επευφημία καυλιάρης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ουσιαστικό ουδέτερου γένους που υποδηλώνει κάποιον που, ενώ ζει μονίμως στην απόλυτη άγνοια, έχει την ψευδαίσθηση ότι αποτελεί μια συσσωρευμένη πηγή γνώσεων τις οποίες, πιστεύει βαθύτατα πως, πρέπει να μεταδίδει με κάθε ευκαιρία.
Επίσης, αυτός του οποίου η συμπεριφορά και τα λεγόμενα προκαλούν την απαξίωση και το περιφρονητικό γέλιο των γύρω του, εκτός κι αν το ακροατήριό του αποτελείται από ομοίους του.
- Πού τον βρήκαμε αυτόν χθες ρε; Τι ήταν αυτά που μας έλεγε;
- Άσε, ήταν σαλάμι από τα λίγα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνδρας, θαμώνας χώρων επαγγελματικής εστίασης και κέντρων διασκεδάσεως, που επιδιώκει να αγοράσει (να παραγγείλει επιδεικτικά και να πληρώσει) ποτά και τρόφιμα για νεαρές ευρισκόμενες. Αναζητεί ερωτική συντροφιά απελπισμένα.
- Τα κορίτσια, τι λένε εκεί στο μπαρ; Συνοδεύονται;
- Αργήσατε, τους την έχει πέσει ο κεραστάς.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συντόμευση της λέξης χλιμίτζουρας.
Got a better definition? Add it!
Ο άθρωπας που έκαψε το νεοχιτώνιό του στην προσπάθεια του, να εμπεδώσει επικερδείς, το μάλλον ή ήττον, έννοιες μέσω αριθμολογίας, astrolozy, I ching, και άλλα συναφή μη εναλλάξιμα.
- Τυχαίο; Δε νομίζω!!
- Πάνε ρε επέρα, ρόιδα του λότο, κίνο κλπ κλπ, που σου έχουν αποφλοιώσει τον εγκέφαλο ελπίδα και αριθμολογία. Δε πα να σε πατήσει νταλίκα με ρυμούλκα, σημασία δε θα δώσεις.
Για την πλήρη κατανόηση του ορισμού είναι απαραίτητη η αναφορά στο σχόλιο του allivegp παρακάτω και μάλλον και στα links.
Got a better definition? Add it!
Κολημμένος με τα αρχαία τεκταινόμενα.
- Τι διαβάζει ο Μήτσος ρε;
- Αρχαία ελληνικά δράματα.
- Αυτός πάσχει από χλαμυδοπληξία.
Got a better definition? Add it!