Βασικός ορισμός υπάρχει και στο γαλλικό.

Τρόπος χτυπήματος στο μπιλιάρδο όπου ο αθλητής σηκώνει τη στέκα σχεδόν κάθετα έτσι ώστε χτυπώντας τη μπάλα αυτή να διανύσει μια πολύ κλειστή παραβολική τροχιά (κάνοντας σχεδόν στροφή U). Αν ο παίχτης είναι άσχετος συνήθως συνοδεύεται και από σκίσιμο τσόχας...

Παραλλαγή του είναι και ο φαλτσοπικές, όπου η στέκα σηκώνεται αρκετά αλλά όχι κάθετα με αποτέλεσμα η μπάλα να διανύσει μια ελαφριά καμπυλωτή τροχιά.

Άσε τους πικέδες γιατί δεν είμαστε να πληρώνουμε τσόχες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προερχόμενο από τον γάλλο ποδοσφαιριστή Youri Djorkaeff, διεθνή την δεκαετία του 90, χρησιμοποιείται για να υπογραμμίσει την «ποιότητα» - ομορφιά μιας γυναίκας.

Ανεξήγητος ο λόγος που οδήγησε στην γέννηση του εν λόγω λήμματος, μάλλον πρόκειται για τον συνδυασμό της ποιότητας που χαρακτήριζε τον ποδοσφαιριστή Τζορκαέφ στο παίξιμό του, σε συνδυασμό με το εύηχο (;) και κάπως παράξενο επώνυμο που παραπέμπει σε κάτι «ευγενικό» και πολύτιμο.

- Πω πω φίλε, τζορκαέφ η γκόμενα ...

Ο Τζορκαέφ (από poniroskylo, 21/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified