Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασίγνωστο και κοινότατο επίθετο εις βάρος μη μεμυημένου ανθρώπου (άραγε πανηγυρικά αναγκαστικής λείας), είτε στην καθημερινή αστική συναλλαγή (δηλ. αγαθιάρης / άπειρος / αγνός που οφείλεται στην ηλικία / μόρφωση / αντίληψη / συναισθηματισμό / κοινωνική καταγωγή κλπ), είτε στα ενδότερα μιας συγκεκριμένης συντεχνίας (καταχρηστικά, αφού κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει τα -εξ άλλου επτασφράγιστα- μυστικά κάθε σιναφιού, της νυν και αεί προ-βιομηχανικής Ελλάδας κι ας κοκορεύονται οι μεμυημένοι παίζοντας μπάλα στην έδρα τους, βλ. σχόλια λήμματος σχολιό).

Ενώ λέγεται και στην καθομιλουμένη, στην παλιότερη αργκό είχε την ιδιαζόντως υποτιμητική σημασία του θύματος και σήμερα παρατηρείται η αναβίωση της λέξης σε αργκοτική χρήση (όπως και της λέξης «θύμα») με την αυτή σημασία.

Χρησιμοποιείται με το μεταβατικό ενεργητικής διάθεσης ρήμα «πιάνω / -ομαι».

Ως ιδιωματικώς αμετάβατο σε μέση πλάγια (ή περιποιητική ή ωφελείας!) διάθεση, μπορεί μόνο να απαντηθεί στην σπανιοτάτη όσο και ακραία περίπτωση, κατά την οποίαν ο αετονύχης ειδοποιεί το θύμα περί το κοροϊδιλίκι του, ακριβώς κατά την στιγμή που το εξαπατά: «Πιάνομαι (=κονομάω) κορόιδο!»

Αντίστοιχα ισχύουν και με το μεταβατικό ρήμα α' συζυγίας «σπάζω» (ενεργητικής + παθητικής διάθεσης), που απέκτησε νεωστί παθητική φωνή, ως αμετάβατος ιδιωματισμός «σπάζομαι/σπάστηκα», ενώ αντίστροφα το αμετάβατο παθητικής διάθεσης ρήμα «χαλάω», έγινε μεταβατικό μέσο αυτοπαθές (ή ευθύ) «χαλιέμαι».

Εννοιολογικά, το ρήμα πιάνω /-ομαι + κορόιδο, έχει την σημασία της κατάληψης εξ απίνης και της συνεπαγόμενης αιχμαλωσίας του θύματος από τον θύτη.

Ετυμολογικά, προέρχεται απο την κουρά (<κείρομαι) των εριφίων (κατά τον γλωσσολόγο-αν/χη Κατσάμπελα), ως κουρό-γιδο.

Σε πολλούς λαούς εκτός από τον ελληνικό, η κώμη και η γενειάδα αποτελεί ισχυρό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, της ευρωστίας και της ομορφιάς. Το κούρεμα και δη το φορσέ, θεωρείται αναντάμ- μπαμπαντάμ δεινό για την αξιοπρέπεια του ατόμου. Εξ ου το ρήμα «κουράζομαι» = άχθομαι, στεναχωριέμαι, βαρυγκομώ.

Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, διατηρούσαν πλούσια μαλλιά, τα οποία έκοβαν σε περίοδο πένθους.

Οι βυζαντινοί κούρευαν άτσαλα όσους διαπόμπευαν ή λύντσαραν.

Οι δυτικοί κούρευαν ή αφαιρούσαν την διακοσμητική περούκα, σε όσους επρόκειτο να εκτελεσθούν (βλ. την Εσμεράλδα στην «Παναγία των Παρισίων», Ιωάννα της Λωραίνης, Μαίρη Στιούαρτ κλπ).

Τα παληκάρια του ’21 κούρευαν και ξούριζαν με το μαχαίρι τους κιοτήδες και τους μπαμπέσηδες (βλ. «Σουλιώτικο ξύρισμα»).

Ο Μπαϊρακτάρης, ξεφτίλιζε τα κουτσαβάκια, κόβοντάς τους το τσουλούφι και το μουστάκι.

Οι καταδικασθέντες με το Νόμο 4.000/1958, κουρεύονταν με την ψιλή και διαπομπεύονταν δημοσία.

Ορισμένοι ΕΛΑΣίτες (όπως και οι Γάλλοι ΜΑΚΙ) κούρευαν τα κορίτσια ελευθερίων ηθών, επειδής (λέει) πήγαιναν με Γερμανούς ή Εγγλεζάκια.

Ο Λαδάς επί Χούντας, ξαπόστελνε τα καρακόλια στους δρόμους, να κόψουνε τα μαλλιά των «χίππηδων».

Στον στρατό (και μέχρι πρότινος στο σχολείο και στη φυλακή), το υποχρεωτικό κούρεμα ισοδυναμεί με εξάλειψη της ατομικότητας. Οι επικλήσεις-αντιπαραβολές της μακράς κώμης του Καραϊσκάκη προς αυτήν ενός προσαχθέντος διαμαρτυρομένου μανιάουρα, ελάχιστα πείθουν τους μπάτσους κατά τις «εξακριβώσεις».

Άλλωστε, μέχρι πρότινος (καμιά 20 χρόνια), όταν κάποιο παιδάκι ερχόταν στο σχολείο φρεσκοκουρεμένο, είτε λόγω σχολικής πειθαρχίας (παλιότερα οι άρρενες μαθητές ήταν άπαντες «εν χρώ κεκαρμένοι» και βάζανε πηλίκια με την κουκουβάγια να καλύψουνε την κουρούπα) ή ένεκα πρακτικών λόγων (δηλ. για να μην πιάνουν ψείρες, ενώ επιπροσθέτως τα έλουζαν και με ξίδι), είτε λόγω αμφισβητούμενης αισθητικής ή οικονομίας (για να μην πληρώνουνε μπαρμπέρη κάθε τρεις και λίγο) των γονιών, τα άλλα μαθητούδια του φώναζαν «κουρεμένο γίδι!» μέχρι να γίνει καυγάς ή να βαρεθούνε και να σκάσουνε.

Υφίσταται και ως γνωστό και αμφίβολης προαίρεσης παιδικό παιχνίδι «το κορόιδο», όπου καλείται ένα παιδί να μπει στη μέση ενός κύκλου παιδιών και κυνηγά τη μπάλα που πασάρουν γρήγορα οι άλλοι μεταξύ τους κι όταν την πιάσει, μπαίνει στον κύκλο αυτός που την έχασε κ.ο.κ.

Αντίστοιχα, η παιγνιώδης έκφραση λέγεται και στο ποδόσφαιρο, όταν μια ομάδα ψευτοπασάρει την μπάλα μεταξύ των παικτών της, αποφεύγοντας να παίξει (συνήθως αφού κερδίζει για να «ροκανίσει το χρόνο» μέχρι τη λήξη του μάτς), ενώ οι αντίπαλοι κάθιδροι τρέχουν να την προλάβουν μπας και ισοφαρίσουν.

Περί του ποιος θεωρείται κορόιδο στην Ελλάδα, ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει το λήμμα ξύπνιος, δηλαδή τον αντίποδά του δίκην αρνητικού ορισμού, προς αποφυγή ασκόπων επαναλήψεων.

Πάντως, το κορόιδο είναι ο αποδιοπομπαίος και διαπομπευόμενος τράγος της κοινωνίας, που δεν αναγνωρίζει ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ θύματος-θύτη, όπως τα ζώα. Ο αγαθός γίγαντας Γκρισίνο, δεν υπάρχει. Οι άνθρωποι γενναιόδωρα παραχωρούν στον άλλο την θέση του κορόιδου, αφού το δικαστήριο της ανθρώπινης ψυχής δέχεται άνευ ετέρου τινός την ομολογία του άλλου σε ενοχή, ενώ για την επίκληση αθωότητας διατάσσει αποδείξεις.

Παράγωγα: Κοροϊδεύω=σκώπτω / ειρωνεύομαι / εξαπατώ / κάνω πλάκα κλπ, κορόιδο γίνεσαι; (=ασφαλώς συμφωνώ/βέβαια, κατά τα «πλάκα με κάνεις;» / «χαζός είσαι;» κλπ), μη γίνεσαι κορόιδο, κοροϊδάρα, κοροϊδίστικος, κοροϊδάκι, κάνε το κορόιδο (προσποιήσου ότι δεν καταλαβαίνεις, κατά το «κάνω το Γερμανό / Αμερικάνο / Κινέζο» / «κάνω την κυρία» κλπ, την κορόιδα μου κάνεις; (τον ψόφιο κοριό), το κοροϊδιλίκι σου δεν έχει φράχτη/σπάει τζάμι κλπ.

Παρόμοια: Πιάνομαι Κώτσος (μετωνυμικώς εκ του αφελούς επαρχιώτη με το τυχαίο όνομα «Κώστας»), θύμα, αναμπαίζω (βλ. Φιδέμπορας), μπαίγνιο, ξεφτίλα, ρόμπα, ρεντίκολο, άθυρμα, Αμερικανάκι;, Τζώνης (εγγλεζάκι-αμερικανάκι), ζυμάρι, ψημάρ(ν)ι, γελάνε κι οι σαύρες με το χάλι σου, σε κλαίνε και τα ρεγγοκέφαλα, σε πήρανε χαμπάρι κλπ.

Σχετικά: «Αλίμονο στους νέους» (που έχει εφαρμογή και στον στρατό ως ιαχή παλιών), όπου ο σωφέρ Ντούζος κλέβει το «κορόιδο» τον αφεντικό του, «Κορόιδο γαμπρέ» με τον Αυλωνίτη, «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδας» με τον Ηλιόπουλο, «Κορόιδο άδικα περνάς» (παλιό ρεμπέτικο), «Καθάρισε τη θέση σου» Β. Τσιτσάνης (αποκαλεί κορόιδο τον αντίζηλό του), «Ο Γρηγόρης» (σκυλοτράγουδο του ’60, λέει «βρέ Γρηγόρη πώς τα έχεις κάνει ρόιδο-σύ το ζόρικο αγόρι- πώς επιάστηκες κορόιδο»), «Τα κορόιδα οι αρχαίοι» (βιβλίο Γ. Μαρμαρίδης) κλπ.

Σημειωτέον ότι οι εκφράσεις «κάνω τον Γερμανό» ή το μεταγενέστερο «κάνω τον Αμερικάνο» (=κάνω ότι δεν καταλαβαίνω / την κορόιδα), επινοήθηκαν κατά σειρά εμφανίσεως ξένων στρατών κατοχής (!) στην Ελλάδα, ενώ ο δόλιος ο Κινέζος (εκτός της εν Ελλάδι παρουσίας Απωασιατών κατά τον 1ο Παγκόσμιο στη Σαλονίκη ως αποικιακές εφεδρείες που τραβολογούσανε μαζί τους οι «σύμμαχοι»), ήρθε με κάθε άλλο παρά κατακτητικές διαθέσεις. Και η αναφορά σ’ αυτόν, γίνεται μόνο και μόνο λόγω ασυνεννοησίας.
Κανείς ποτέ όμως δεν είπε «κάνω τον Ιταλό», μ’ αυτή την έννοια...

Οι Γερμανοί κι οι Αγγλο-αμερικάνοι «Τζώνηδες» φαντάροι, είτε οι πρώτοι ως βεριτάμπλ κατακτητές είτε οι λοιποί ως «σύμμαχοι», γαμούσανε και δέρνανε στην Ελλάδα (όπως συνεχίζεται σήμερα στη Σούδα), αλλά δεν καταλαβαίνανε (ούτε και θέλανε να καταλάβουνε) τη γλώσσα και τα έθιμα του τόπου και γι’ αυτό τα μαγκάκια, κοιτάγανε να τους φάνε κάνα φράγκο (π.χ. στον παπά / μπαρμπούτι ή στα λειψά τσιγάρα στις κούτες ή τσούρνεμα πράσου απο την πουτάνα στο μπουρδέλο) ή να κάνουνε μικρο-εμπόριο με στρατιωτικό υλικό (π.χ. μεταπουλούσαν καναν αμερικάνικο ναυτικό επενδύτη, βλ. και τα λεγόμενα «κασμήρια θαλάσσης» = γιουσουρουμτζήδικα υφάσματα δήθεν εισαγωγής με τράμπα απο ναυτικούς) ή εν ανάγκη και να το βουτάρανε (π.χ. σαλταδόροι που κλέβανε γερμανικό ψωμί, όπλα, ρεζέρβες αυτοκινήτων γερμανικών και κατόπιν εγγλέζικων οχημάτων κλπ), για να το πουλήσουνε στη μαύρη αγορά, εκ πείνης (βλ. καλώς ήρθε το δολλάριο!).

Οι Γερμαναράδες και τα Αγγλο-αμερικανάκια κάνανε χαμογελώντας «Γιά» και «σούαρ» και τέτοια, αφού δεν πολυκαταλάβαιναν τι διαμείβεται, αλλά δεν παρέλειπαν να ρίχνουν στο ψαχνό, όταν παίρνανε πρέφα το μπαλαμούτι.

Τα παλληκαράκια που πέσανε στη μάχη της μπομπότας, ήταν και τα μόνα που δεν φύγανε κοροϊδίστικα...

- Ρε γαμώτο, πάλι χώθηκα να πάω στη δουλειά το Σάββατο. Μόνο σ’ εμένα λέει το αφεντικό, αφού όταν πλακώσει δουλειά, οι υπόλοιποι κάνουν τον ψόφιο κοριό. Μαύρο Παρασκευόβραδο θα κάνω... - Άντε μωρή κοροϊδάρα! Αφού σ’ έχουνε πάρει χαμπάρι όλοι! Γράψ’ τους όλους στ’ αρχίδια σου και πάμε για μπανάκι το Σάββατο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πανύβλαξ, ο κρετίνος, ο στόκος, που τα χάφτει όλα. Ο εξαιρετικά εύπιστος άνθρωπος χωρίς κριτική ικανότητα για το παραμικρό.

Ρε χάπατο, φτύσ' τ' αγκίστρι, σε δουλεύουνε ρεεε! πάρ' το χαμπάρι επιτέλους! δε γουστάρει εσένα το θεόμουνο, δεν το καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified