Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Ο μαλακοκαύλης.
- Ρε Τάκη, αυτός εκεί με τη γκόμενά σου τι κάνει;
- Ποιος ρε; Αυτός; Αυτόν δεν τον φοβάμαι μη μου φάει τη γκόμενα... είναι μούφα και κάμα σούπα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Καλή φαση που παίχτηκε με πολλα μουνάκια.
- Καλά, χθες στο παρτυ, μιλάμε για maximoun experience!
Got a better definition? Add it!
Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοκύπριος που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «παίξαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίας μαλακίας.
Πηγή: Λήμμα πέσαμε μούτσο και σχόλιο Vrastaman.
- Πώς πήγε η ομάδα.
- 'Ασ' τα! Παίξαμε μούτσο κι αποκλειστήκαμε!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το γνωστό ισπανικό τραγούδι Besame Mucho σημαίνει «φίλα με πολύ», αλλά ο Νεοέλληνας που δεν κατέχει την ισπανικήν παρά μόνο την αγγλικήν του Lower απ' το University of Pouchester και την σλανγκικήν, το έχει κατανοήσει ως «πέσαμε μούτσο». Δεδομένης όμως της σημασίας του μούτσου στην κυπριακήν τε και καλαμαρικήν, η έκφραση χρησιμοποιείται για καταστάσεις ακραίου γουτσισμού, όπου η γκόμενα χρησιμοποιεί λίγο παρά πάνω ρομαντισμό, λάτιν τραγούδια και γαμωτζάζ από την ορθή καυλωτική δοσολογία, με αποτέλεσμα να έχουμε ένα αντίθετο αντικούκου αποτέλεσμα, και να αναφωνήσουμε «πέσαμε μούτσο» παρατηρώντας τον ημίσκληρο φευ μπαργαλάτσο μας!
– Ζουζουλίνι μου, μωρουλίνι μου, λιλουλίνι μου, μπουμπούκο μου, besame mucho, καθώς ακούμε τζαζ!
– Τι besame mucho, που πέσαμε μούτσο! Βρες την με τα κηροπήγια τώρα!
Got a better definition? Add it!
Το υποκοριστικό του lol, λολ. Το λέμε για ένα αστείο με το οποίο δεν ξεκαρδιζόμαστε, αλλά ίσα ίσα χαμογελάμε, επειδή είναι και λίγο κρύο, δεν είναι ΤΟΣΟ πετυχημένο.
Αντώνυμο: Μ.Α.Ο
Συνώνυμο: σεφερλίτιδα (όχι ακριβώς).
Σπεκουλαδόρος: Χαχαχαχα! Καραλόλ! Μ.Α.Ο και Χείρα του Μ.Α.Ο. μαζί ρε μαοϊστή! Μας έκανες και γελάσαμε.
2ο σχόλιο: Έλα ρε σπεκουλαδόρε που ξεκωλώνεσαι στο γέλιο με την λολίτα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
To liberté, égalité, fraternité = «ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Française (Γαλλική Δημοκρατία), που ανδρώθηκε με τους αγώνες της Γαλλικής Επανάστασης και σύμβολο την Marianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγαλύτερες αξίες της δημοκρατίας.
Το liberté, égalité, frappernité = «ελευθερία, ισότητα, φραπεδοσύνη» είναι το έμβλημα της Republique Liliannaise, που στήθηκε με τους ηρωϊκούς αγώνες των Σλάνγκων Δράκων και σύμβολο την Lilianne. Πρόκειται για τις τρεις μεγάλες αξίες του σλανγκισμού, ήτοι: Την ελευθερία, τον σλανγκικό φιλελευθερισμό του laisser faire- laisser slanguer, ενάντια στο «παλαιό καθεστώς» (ancien régime) των σλανγκαρχίδηδων. Την ισότητα όλων απέναντι στην αστροδοσία, η οποία εξασφαλίζεται από τον πεφωτισμένο ρουμανισμό. Και την «φραπεδοσύνη», δηλαδή την αλληλεγγύη που σμιλεύεται μεταξύ των κοινώς φραπεδιαζομένων. Ήτοι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του Vrastaman, «την κοινή μαλακία (με την καλή έννοια) που δέρνει και δένει τους Σλάνγκους, δημιουργώντας ένα esprit de groupe». Χαρακτηριστικό αυτού του πνεύματος αλληλεγγύης και «ερωτικής αλληλοπεριχώρησης» (για να πω τον γιανναρισμό μου) είναι τα διάφορα sagas με δεκάδες λήμματα, όπως το φραπέ-saga, το μύδι-saga, το lol-saga, και πολλά άλλα. Και βέβαια το σαπούνι κατασκευής μας με πρωταγωνίστρια το Λίλιαν.
Πηγή: Vrastaman.
Μερικά saga, που σφράγισαν τις αξίες του liberté, égalité, frappernité:
γενιά του φραπέ, η, κατάσταση φραπέ, περσόνα νον φράπα (persona non frappa), η, ποδοφραπέ, το, φράπα, η, φραπεδάιζερ/ frappedizer, φραπεδέλα, φραπεδιά, η, φραπεδιάρα, η, φραπεδιόλα, φραπεδοκουβέντες, φραπεδούμπα, φραπελιά, η, φραπεδούπολη, φραπενείο, το, φραπενές, ο, φραπόγαλο, φραπογαλιέρα, φτιάχνω φραπέ, ντεκαφεϊνέ, ντικάφ, decaf
καραλόλ, το, λολ (lol), λόλα, η Λόλα που τα κάνει όλα, λολίτα, λολοφιόγκος, ο, lol-some, lol-οκαύτωμα, lolen, Loles, rotf-lol, Μ.Α.Ο, Χείρα του Μ.Α.Ο., η / Χήρα του Μ.Α.Ο., η, LMFAO κ.λπ., φορ τεχ λουλζ.
αρχίδια - μύδια, μούλτι μύδια, τα, μπαγιάτικο μύδι, το, μύδια, μύδια, τα, μυδίαμα, το, παλαμύδι, Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμύδια, τρώω το μύδι με το τσόφλι, φίδιν μύδιν, αρχιμύδεια, η, Δυομύδης, μουνούχω, η/ ευνουχομούνα, η/ μύδουσα, η, αιδοίο το οδοντοφόρο - δαγκανόμουνο - vagina dentata, οδοντογλειφίδα, η, οδοντόπαστα, η, γαμήδια, παλαμήδι, το.
Και πολλά άλλα!
Got a better definition? Add it!
Πόλη στο Μεξικό... όπου όλοι γελάνε πολύ.
Το πιάσατε, έτσι;
- Πάμε διακοπές στο el oel;
- Χάχαχαχα. Μέσα. Με χίλια.
Αν δέν το πιάσατε, δείτε και lol, λολ.
Got a better definition? Add it!
Σκεύασμα το οποίο χορηγείται σε περιπτώσεις μπουχτίσματος και καθημερινής τρέλας. Περιέχει τα ενεργά συστατικά: «sick», «of», «it» & «all».
Αντενδείξεις - παρενέργειες: Ζαλάδα, έμετος, υπνηλία, βαρεμάρα, απραξία. Κυκλοφορεί σε δισκία, εναιώρημα και υπόθετα.
Προσοχή: Να μην καταναλώνεται από άτομα που κάνουν ήδη χρήση του σκευάσματος «σταρχιδιαμόλη».
Δίνεται και άνευ ιατρικής συνταγής.
Δε μπορώ άλλο, έχω μπουχτίσει... Θα πάω στο φαρμακείο να πάρω πέντε κουτιά σικοβιτόλη γιατί δε με βλέπω καλά...
Η λήψη του σκευάσματος συνιστάται να συνοδεύεται από ταβανοθεραπεία.
Got a better definition? Add it!
Λογοπαίγνιο της δεκαετίας '80 για το σινεμά «Έμπασυ» στο Κολωνάκι. Είναι από τα αστειάκια της εποχής Μπαίνεις και Χέζεις (Benson&Hedges)
- Πάμε κανα σινεμά σήμερα;
- Πάμε, παίζει μια καλή ταινία στο έμπα συ να βγω εγώ.
Got a better definition? Add it!
Κατά το «jet-lag», είναι η ναυτία- ζαλάδα από απότομη διαφορά βαθμολογικού υψομέτρου οφειλόμενη σε μπαγαποντοδότες. Το βιολογικό σλανγκόμετρο θέλει κάποιο καιρό για να προσαρμοστεί.
- Πώς πας;
- Τι να σου πω, είμαι ακόμη συνηθισμένος στο 4.16 και δεν μπορώ να προσαρμοστώ στο 2.98 που με ρίξανε. Περνάω περίοδο jet-slang.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified