Further tags

Ο Μήτσος εκείνος που έχει μεγάλη μπάκα. Κατ΄επέκταση, καθένας που έχει μεγάλη μπάκα.

Πώς πάχυνες έτσι, ρε φίλε; Μπακαμήτσος έγινες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο το οποίο έχει προτιμήσεις για χοντρές, ο παχογαμιάς, ο χοντρογάμης.

Μαλάκα Γιάννη ογκόβιε, αυτή η δικιά σου σα φάλαινα είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σιχαμερός αυτός τύπος, άχρηστος σα σακούλα με σκατά,
που πλασάρεται από τα ΜΜΕ ως αξιόλογος.

Συνώνυμο: "σκατοσακούλας (ο)".

Αλλάξε κανάλι σε παρακαλώ, δε μπορώ να βλέπω να παίρνουν πάλι συνεντευξη στον τζαμποσακούλα..
Άντε με τον κουράδα και τα κωλοκάναλα, να πούμε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ικανός στις δολοπλοκίες και στο στήσιμο φάσεων, στα μαγειρέματα.
    1. Οι πολλοί μάγειροι χαλούν τη σούπα σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κεντρική διεύθυνση.
    2. Τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει σημαίνει ότι ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου είναι και οι πράξεις και τα έργα του.
    3. Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς σου; λέγεται ειρωνικά για χοντρή γυναίκα, τρέποντας το ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου;
    4. Σλανγκιά του πολέμου στην Ουκρανία, πρόκειται για το παρατσούκλι του Γιεβγκένι Πριγκόζιν επικεφαλής της Ομάδας Βάγκνερ άκα ορχήστρας αποτελούμενης από μισθοφόρους στρατιώτες άκα μουσικούς.
  1. Του ανέθεσαν να συντάξει τον εκλογικό νόμο, γιατί είναι ο καλύτερος μάγειρας στο κόμμα.
  2. Αν δεν αναλάβει κάποιος τη διεύθυνση της δουλειάς θα πάμε κατά διαόλου, οι πολλοί μάγειρες χαλούν τη σούπα.
  3. Να προσέχεις ποιον διαλέγεις για συνεργάτη, τον κώλο βάζεις μάγειρα σκατά σου μαγειρεύει.
  4. - Μάγειρας ήταν ο μπαμπάς της; - Όχι, καναλάρχης, για αυτό έχει εκπομπή ενάντια στο fat-shaming.
  5. - Τι έγινε ρε παιδιά; Λίγες εβδομάδες μετά την ανταρσία ο μάγειρας γίνεται δεκτός 3 ώρες στο Κρεμλίνο. - Δε χαλάνε ρε οι φιλίες για τα πραξικοπήματα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός, από το ομώνυμο προϊόν.

Θα έρθει και ο ζβαν μαζί σου;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο χοντρός άνθρωπος.

Ο αχόρταγος μου έρωτας σ' εσένα βρίσκει λεία Ακούγοντας κιθαρισμούς του Πάχο ντε Κοιλία Φτάνει 200 bpm της καρδιάς ο χτύπος Κι ας λένε οι άλλοι γύρω πως χορεύω με το λίπος Ο αχόρταγος μου έρωτας σ' εσένα βρίσκει λεία Ακούγοντας κιθαρισμούς του Πάχο ντε Κοιλία Φτάνει 200 bpm της καρδιάς ο χτύπος Κι ας λένε οι άλλοι γύρω πως χορεύω με το λίπος.

(Ημισκούμπρια, Χορεύοντας με το λίπος, ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πολύ χοντρός και ογκώδης άνθρωπος. Βλ. και θωρηκτό Ποτέμκιν.

- Πώς το καταφέρνει το θωρηκτό ο Μάκης; Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη είναι. - Με τη μέθοδο κλάσε να προσανατολιστώ, μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.

Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.

Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!

Got a better definition? Add it!

Published