Further tags

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.

Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).

  1. Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;

  2. (Locomondo)
    Από το σπίτι δεν θα βγω
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Δεν έχω χρόνο για το μωρό Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Που θα βρω αναπληρωματικό
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Έχω κλειστό το κινητό γιατί
    Πίνω μπάφους και παίζω προ

Γιάννης Καλαϊτζής, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 04/07/11)Πέτρος Ζερβός, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λιάδα, από το αλιάδα (σκορδαλιά, αλοιφή δηλαδή).

Γίναμε λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστουρώνω, φτιάχνομαι, ζαλίζομαι, μεθάω, είμαι σε κατάσταση εδώ πατώ αλλού βρίσκομαι. Σπανίως χρησιμοποιείται και αντί του την είδα.

  1. - Πώωω, την έχω ακούσει από τη νύστα και δεν ξέρω τί μου λες.

  2. - Ο Χρήστος από τότε που έγινε λοχίας την άκουσε στρατηγός. Καμία σχέση με όπως τον ήξερα.

Στο 2.22 (από Khan, 01/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καπνίζω.

Για πιο μάγκικα: φουμέρνω.

Φέρε κάνα γάρο να φουμάρουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεθυσμένος. Κλασικός χαρακτηρισμός δεκαετίας και βάλε.

- Τι έγινε, θα βγούμε απόψε;
- Μπα, δεν την παλεύω. Πέρασε ο Γιάννης εχθές από το σπίτι και έγινα κόκαλο.

Δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγάλη αντρική κοιλιά που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση μπύρας (στα γερμανικά: der Bierbauch).

- Ω ρε κάτι μπυροκοιλιές που έχουμε κάνει! Τι παρακμή είναι αυτή;
- «Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά»!

(από poniroskylo, 13/05/08)

Βλέπε και μπυροκοιλιακοί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.

Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.

Για συνώνυμα δες και λιάρδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified