Further tags

Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.

- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που το παίζει το πιο γερό ποτήρι. Σε παραλληλία με το τρελάκιας.

Πιέτε ποτά ρεεε... α ρε ποτάκηδες...

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαστούρης ή μεθύστακας. Μεταφορικά, αυτός που λέει ή κάνει παλαβομάρες, ή που είναι εθισμένος με κάτι.

  1. Ρε καμένε πάλι στον υπολογιστή είσαι; Βγες λίγο!

  2. - «Ροζ δελφίνια πετάνε στο έδαφος της αμφιβολίας».
    - Τι λέει πάλι ο καμένος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Συνθηματικό για τα υπνωτικά χάπια hypnostedon, χρησιμοποιούμενο από λάτρεις του σπορ.

  2. Τεμπελχανάς, πολύ αργός τύπος.

  1. - Πήγα Ομόνοια και πήρα 5 ύπνους.
    - Ωραίοος.

  2. - Άντε ρε ύπνε φέρε αυτές τις κούτες να τελειώνουμε, μια ώρα κάθεσαι και τις κοιτάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει καεί από τα ναρκωτικά κυρίως. Επίσης το χρησιμοποιούμε και για άτομα που τα σπάνε στο πάρτυ.

  1. Έλα μωρή καΐλα.

  2. Καλά ο Μπάμπης είναι μεγάλη καΐλα... Άκουσα ότι έβαλε χρυσά ρουθούνια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρακαδόρος τσιγάρων.

- Αυτός καπνίζει μάρκα «Απόλλων».

Σχετικό: τράκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».

Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως και το φουγάρο δείχνει το άτομο που καπνίζει παρα πολύ.

Δεν τον αντέχω τον καινούργιο συνάδελφο στο γραφείο. Καπνίζει σαν τσιμινιέρα και μυρίζει όλος ο χώρος.

(από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και Τούρκος.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άνθρωπος που καπνίζει υπερβολικά πολύ.

Μου είπε ο γιατρός πως πρέπει να σταματήσω να καπνίζω σα φουγάρο και να ξεκινήσω γυμναστική αν θέλω να βελτιώσω τη φυσική μου κατάσταση.

Βλ. και Τούρκος, τσιμινιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μεθυσμένος.

Πήγα τις προάλλες στο μπάρ με τον Σταύρο, αλλά δεν το σηκώνει το ποτό ο καημένος. Στα 3 ποτήρια είχε γίνει στουπί.

Got a better definition? Add it!

Published