Ο μαστουρωμένος που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο και ένα βήμα μετά τον κλασμένο.
Καλά ήταν στο πάρτυ, αλλά όταν ήπιαμε και το βρομά με βρήκανε χεσμένο στο μπάνιο.
Ο μαστουρωμένος που δεν έχει επαφή με το περιβάλλον. Βρίσκεται ένα βήμα πριν τον θάνατο και ένα βήμα μετά τον κλασμένο.
Καλά ήταν στο πάρτυ, αλλά όταν ήπιαμε και το βρομά με βρήκανε χεσμένο στο μπάνιο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.
- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.
Δες και ποδανά.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το στριφτό τσιγάρο που κατασκευάζεται από ένα τσιγαρόχαρτο, καπνό και χασίς.
Αντίστοιχα: το δίφυλλο, το τρίφυλλο.
Συνώνυμα: γάρο, ντουντούκα, τσιγαριλίκι, μπάφος, φούντα (πυργιώτικη ή καλαματιανή, στα ποδανά νταφού), μαύρο (στα ποδανά: βρομά) ή μαύρη, μαριχουάνα, κάνναβη, παπάς, χόρτο.
Υποκοριστικό: μονοφυλλάκι.
Με πιάσανε στο στρατό με ένα μονοφυλλάκι και είχα τραβήγματα!
Got a better definition? Add it!
Τα χάπια ή ναρκωτικά των οποίων η ημερομηνία λήξεως έχει παρέλθει. Επιφέρουν ακόμα πιο έντονες παρενέργειες σε αυτόν που τα έχει πάρει και ωσεκτουτού η συμπεριφορά του είναι ιδιαιτέρως αλλοπρόσαλλη.
Όρος που χρησιμοποιείται μεταφορικά, για να δηλώσει κάποιον που συμπεριφέρεται ακατανόητα, σα να είχε καταναλώσει ληγμένα...
- Δες, δες την τη γιαγιά που τραγουδάει μόνη της μες τη μέση του δρόμου!
- Ρε τα ληγμένα! Πάει αυτή!
Got a better definition? Add it!
Το φανταστικό φάρμακο που παίρνει κάποιος για να αντιμετωπίσει προβλήματα που του προκύπτουν, τα οποία δεν εκτιμώνται ως πολύ σοβαρά από τον ίδιο ή από αυτόν που του προτείνει να το πάρει.
- Η προϊσταμένη μου, μου έχει σπάσει τα νεύρα, με έχει στο τρέξιμο συνέχεια.
- Κοίτα, μόλις σου ξαναπεί κάτι, πάρε μια γραψαρχιδίνη! Αν σου ξαναπεί, πάρε άλλη μία γραψαρχιδίνη και θα σου περάσει σίγουρα!
Got a better definition? Add it!
Μεθυσμένος. Τόσο χάλια που δεν βλέπει μπροστά του.
Χτες βρεθήκαμε με κάτι παλιόφιλους, πήγαμε σε ρεμπετάδικο και γίναμε τύφλα.
Για συνώνυμα δες και λιάρδα.
Got a better definition? Add it!
Οι κοιλιακοί που σχηματίζονται όταν κανείς αντί να πηγαίνει στο γυμναστήριο, κοπροσκυλιάζει και πίνει μπύρες. Είναι παράγωγο της λέξης μπυροκοιλιά.
- Καιρό έχω να σε δω στο γυμναστήριο! - Άσε, έκανα μπυροκοιλιακούς... Κάθε βράδυ πίτσα, μπύρα και DVD!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η μεγάλη αντρική κοιλιά που οφείλεται στην υπερβολική κατανάλωση μπύρας (στα γερμανικά: der Bierbauch).
- Ω ρε κάτι μπυροκοιλιές που έχουμε κάνει! Τι παρακμή είναι αυτή;
- «Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά»!
Βλέπε και μπυροκοιλιακοί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified