Σοροπιαστό γλύκισμα που φτιάχνεται από φέτες μπαγιάτικου ψωμιού, μουλιασμένες στο γάλα, κατόπιν τηγανισμένες στο λάδι και τέλος περιχυμένες με μέλι και κανέλα. Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνταγή.

Φολεγανδρίτικο. Πιθανόν να μην το ξέρει πια κανείς εκεί, καθότι πρόκειται για παλιό αυτοσχέδιο γλυκό και παλιά λέξη.

Προφ ιταλικής ρίζας, από το frittula (σιτσιλιάνικη λέξη), βλ. εδώ, κάτι σα να λέμε «τηγανιά».

- Θυμάσαι πώς έκανε η Δέσποινα τις φρίδουλες;
- Μμμμ... όχι, αλλά ας αυτοσχεδιάσουμε και θα το βρούμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του ντελικατέσεν, που σημαίνει φίνα ή εκλεπτυσμένα φαγητά ή εδέσματα γενικότερα. Λέγεται κατ' ευφημισμόν για το ντερλίκωμα, το νταλάκιασμα ή τα κακής ποιότητας φαγητά, γύροι, πίτες, σουβλάκια και άλλα βρώμικα.

  • Τι λέει; Θα πάρουμε κανα ντερλικατέσεν; Πείνασα...
  • Πλακωθήκαμε στα ντερλικατέσεν. Γουρουνιάσαμε σου λέω!
  • Τι θα φάμε; Έχει εδώ κοντά κανένα ντερλικατέσεν, ή να χτυπήσουμε καμιά πίτσα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified