Selected tags

Further tags

Ο εκμηδενισμός. Όταν κάτι έχει καταστεί νίλα, εκ του λατινικού "nihil" που προφερόταν σαν νίιλ και σήμαινε "τίποτα". Ειδικότερα, όταν ένας γλωσσικός τύπος εμφανίζεται στη γλώσσα, χωρίς να φέρει σημασιολογικά στοιχεία, αλλά να είναι περισσότερο ενα μελωδικό στοιχείο με συγκεκριμένη στάση - συναισθηματική φόρτιση ανεξαρτήτως του πρωτοτύπου νοήματος που έφερε η λέξη, ή οι λέξεις που το αποτελούν αν πρόκειται για φράση.


Οι κλειστές τάξεις των λέξεων απανταχού των γλωσσών (π.χ. άρθρα, σύνδεσμοι, παγιωμένες φράσεις κενού περιεχομένου, βλ. "ξέρω 'γω")ακόμη και μορφηματικών κατηγοριών όπως κλιτικά επιθήματα -ος, -α, -η, -ων κ.λπ. (ονοματικά) -άω, -ουμε, -ετε κ.λπ. (ρηματικά) που έχουν λεξικοποιηθεί για τη συντακτική τους χρήση σε φράσεις ή σε ρίζες φτιάχνοντας λέξεις που είναι οργανικά εργαλεία, χαρίζοντας μορφή σε μία γλώσσα, αλλά δε φέρουν σημασία παρά μόνο γραμματικοσυντακτική λειτουργία, καθώς το νόημα και ο τρόπος που προέκυψαν έχει χαθεί στα βάθη των αιώνων.

Got a better definition? Add it!

Published

Συναδελφος προσεξε προσφατα(λιγες μερες πριν-μαη 2016), οτι και εγω, ενω ασχολουμαι με το web στην κυριολεξια απο τα γεννοφασκια του δηλ απο το 1990(με προγραμματισμο στο dos, γλωσσες basic,pascal,cobol κλπ) το ελεγα "τυπικα" "λαθος". Αναφωνησα λοιπον "ωωωωωωω ναι! εχεις δικιο". Μολις ομως αρχισα να συνειδητοποιω το πως ξεκινησε αυτο το "λαθος" Εμεις οι πρωτη ιντερνετογενια χρησιμοποιουσαμε για το ανεβασμα, κοινως upload της σελιδας τη λεξη κρεμασμα

Παράδειγμα εδώ Ποτε λες θα ειμαστε ετοιμοι να την κρεμασουμε; Σε χρονια φυσικα που ηθελε απιστευτη ποσοσοτητα δουλειας για να ανεβει κατι που σημερα φανταζει αστεια απλο.Το ανεβασμα το λεγαμε και "κρεμασμα". Οπως ανεβαζει πανια το πλοιο. λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας Συνειρμικο ειναι το "λαθος" λοιπον. Αυτα για τους εξυπνακηδες που βιαζονται να κρινουν ανθρωπους απο μια λεξη προερχομενη απο μια τελειως νεα τον παγκοσμιο πολιτισμο εννοια σαν αυτη του internet, του παγκοσμιου ιστου δλδ οπως καποιοι γλωσσοπλαστες καθιερωσαν. Σαν εννοια και απο τη ματια των πρωτων-πρωτων Ελληνων και Ελληνιδων προγραμματιστων. Μια πολυ πολυ προσφατη γλωσσοπλασια ειναι οι λεξεις ιστοσελιδα και ιστοτοπος που καταφεραν να επικρατησουν πρωτα σαν ιδεα . Και μονο σαν απευθειας μεταφραση της λεξης net. Υποταγμενοι λοιπον στο μεγαλειο των δημιουργων του internet δωσαμε την τελειως κατ εμενα λεξη διαδικτυο σε κατι που απλα χρησιμοποιει την τεχνολογια του intranet μπορουσαμε να τις δουμε τις σελιδες και να τις ονομασουμε επισημα οπως πραγματικα ειναι δλδ ξεχωριστες αυτονομες οντοτητες μεσα στη θαλασσα της εικονικης πραγματικοτητας,

γλωσσικάinternet / τεχνολογίαεπαγγελματική αργκό

Got a better definition? Add it!

Published

Έσκασε νέο φιλονόι στην Καθημερινή.

(α) Εθνοβαρεμένη μπαρούφα ολκής περί ελληνικής γλώσσης, όπως ότι ομιλείται στον Άρη, ότι οξυγονώνει τον εγκέφαλο, ότι είναι η γλώσσα των υπολογιστών, ότι κρύβει μυστικά μηνύματα που αποκωδικοποιούνται μέσω λεξαρίθμων, ότι θεραπεύει τη δυσλεξία, το χαλάζιο και τις στυτικές δυσλειτουργίες, ότι είναι «νοηματική» γλώσσα, κ.λπ.
(β) Όποια/ος υποστηρίζει και διαδίδει τέτοιες μπαρούφες, με πρώτη διδάξασα την ομώνυμο.
(γ) Το γνωστό βραβείο Χρυσό Φιλονόι (απονέμεται ετησίως από φράξια απελπισμένων).

*για το σχηματισμό του πληθυντικού μαίνονται γλωσσολογικές έριδες από το 2012: «φιλονόγια» (παιγνιωδώς μαλλιαρό), ή «φιλονόια» (μεταμοντέρνα ειρωνικό);

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

- Είναι ο κουνελίνος στην τηλεόραση. -Πόσο σαλαμούγκανος είναι...

Τρυφερός και χνουδωτός. Θηλ. σαλαμούγκανη

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιότερη ρίζα του συμμαζεύω της Θεσσαλονικιο-Μακεδονικής διαλέκτου.

Πωωω ρε φίλε πρέπει να φύγω τώρα έχω να συμμάσω το σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μονοπάρι, το (ουσ.) Το μονοπάτι το οποίο επιλέγεις να ακολουθήσεις παρόλο που οι φίλοι σου σε προειδοποίησαν ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή το βέβαιο επακόλουθο θα είναι να λάβεις ένα περίτρανο παπάρι.

- Και του λέω του ξεροκέφαλου του Φερδινάνδου να το προσπεράσει το ρημάδι το Μακτάν χωρίς να σταματήσει... αλλά εκεί αυτός, το μονοπάρι του.

Got a better definition? Add it!

Published