Selected tags

Further tags

Στα ποδανά (=ανάποδα): τα φράγκα, δηλαδή τα λεφτά, τα χρήματα.

- Πού θα πας διακοπές;
- Τι διακοπές ρε φίλε, αφού δεν υπάρχουν γκαφρά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεφτά, στα ποδανά.

Αυτό το μωρό είναι όλα τα φταλέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός άνθρωπος (συνηθέστερα χρησιμοποιείται για γυναίκες).

Κοίτα πώς έχει παχύνει αυτή!! Έχει γίνει σκέτη ντρόσχω από το πολύ φαΐ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο φτερό, στο τσακ-μπαμ. Παράγεται από τις λέξεις «ρόφτε(φτερό)» και «μπαμ».

-Κάτσε λίγο ρε συ να πάρω μια κρέπα..
-Άντε μαλάκα, στο ρόφτεμπαμ, μας περιμένουν!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μαλάκας στα ποδανά.

Ρε λακαμά! Ρεπά το λοπού ρε!

«Οταν θα καταλάβεις τί τσαμπουνάς, θα δείς πως είσαι ούφο και λακαμάς...» Μηλιώκας, σε στίχους Παύλου Τάσιου, μουσική Χατζηνάσιου (1986) (από vikar, 02/07/12)

βλ. και σαλάκας, μακάκας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καραφλός.

Καλώς τον φίλο μου τον ραφλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαύρο (συγκάλυψη όταν υπάρχουν στρουμφάκιακοντά). Χασίς, μαριχουάνα, χόρτο.

Άσε μαλάκα, ήπιαμε ένα τρίφυλλο Έλληνα και κλάσαμε πάνω μας!

Δες και ποδανά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός της λέξης φούντα που λέγεται όταν βρίσκονται άλλοι στον χώρο.

Βγαίνει από τη φούντα του χόρτου (σαν φυτό) πριν κοπεί.

Πάμε πρώτα για κάνα νταφού και μετά πάμε να αράξουμε στη Μαρία, ε;

(από Khan, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από συλλαβική αντιστροφή των λέξεων της φράσης μέλι-γάλα και έχει την ίδια σημασία.

- Λιμέ-λαγά με τη Μαρία, δεν πήρε χαμπάρι τίπτις...

βλ. χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαβικός αναγραμματισμός της λέξης τσό-ντα.

(Ηχητικά η λέξη παραπέμπει στην μάρκα Datsun και ίσως γι' αυτό επικράτησε στα ποδανά, καθώς είναι φορτισμένη και με τους συνειρμούς που προκαλεί η συγκεκριμένη μάρκα).

- Το παιχνίδι χθες ήταν πολύ ντατσό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified