Τα σκατά, στα ποδανά.

Οι παλαιότεροι διασκέδαζαν το μαύρο χάλι τους με το όνομα του Henry Tasca, άλλοτε πρέσβυ των ΗΠΑ στην Αθήνα και παρασκηνιακού δάκτυλου του κυπριακού και της μεταπολίτευσης: Tasca-tasca-tasca-ta.

Απέλπιδα κραυγή άτυχου σπερματοζωαρίου προς τους συντρόφους του:

- Προδοσία λεβέντες, πέσαμε στα τασκά!

Να ζήσουμε να τον θυμόμαστε... (από joe909, 22/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέλευση < πακέτο (ποδανά = κετοπά) + τσιγάρο(=γαροτσί, ροτσί) => κετοτσί.

Το τσιγάρο που καπνίζει κάποιος μετά από μία αποτυχία-πίκρα με σκοπό να χαλαρώσει και να ξεχαστεί έστω και λίγο.

Ποο! Τον πούλο. Πάλι δεν πέρασα τα σήματα, κάνω το κετοτσί στη στάση και πάω να γυρίσω σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση για κάλυψη-απόκρυψη του χέσιμο, διότι τα ποδανά έχουν γίνει ευρέως γνωστά.

Διαδοχικά: Χέσιμο => σιμόχε(ν) => σιμάο.

- Λοιπόν πρέπει να πάω για σιμάο επειγόντως.
- Βάστα ωρέ λίγο...
- Δεν γίνεται! Μου παίζει φώτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα «σιγαρέττα Παπαστράτος» στην νοσταλγική πρωτο-ποδανική διάλεκτο της πιτσιρικαρίας των εβδομήνταζ.

Περισσότερα παραδείγματα:

- Tὶ καλά νά φέρω, νεαρέ;
- Μία μερῖδα ψητόπουλο κοτό μέ πατατητές τιγᾶνες.
- Καὶ τὶ θὰ πιῆς;
- Μιὰ παγωμένη φῦρα Mπίξ.
(σκηνή σε μαγέρικο, circa 1973)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χιλιοτραγουδισμένο βυζί, στα ποδανά.

Πάσα: Ηodjas, σχολιάζοντας εδώ.

- Άρε Kate να είχες κανένα νούμερο μεγαλύτερα (.)Υ(.)
- Τι λετε ρε η Kεητ ειναι απλα θεα. Και μια χαρα ζυβι εχει!
(για την φακιδομύτη του Lost, εδώ)

- Άτσα ζυβί ο Νώντας, την αναβόλα μου μέσα!

- Εγω τα στραπλες τα φοραω με σουτιεν βαζοντας μονο μια τιραντα (πιανει απ'το δεξι ζυβι στο αριστερο). Και κραταει το στηθος καλα,κι αν χαλαρωσεις τελειως την τιραντα δεν πιανεται τοσο ο αυχενας.
(εδώ)

Το "χαμένο" ζυβί της Κέητ (από Vrastaman, 10/05/10)...ν\'ν\' κακό στην τελική (από Vrastaman, 10/05/10)(από Mr. Cadmus, 10/05/10)Αφιερούται τη σλανγκοτήμ: Κάτω στο γιαλό-κάτω στο περιγιάλι" υπο Π.Ι. Χαρβή... (από HODJAS, 10/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπουκάλι, κυρίως με την έννοια της βόμβας μολότοφ. Ποδανά: καλιαμπού. Να μην συγχέεται με την ινδική θεότητα Kali.

Ασίστ: Beth.

Ήταν όλα καλά στην διαδήλωση, ώσπου κάποιοι κουκουλοφλώροι άρχισαν να πετάνε κάλια στους μπάτσους.

Η θεά Κάλι, γνωστή για το ότι μπορούσε να σερβίρει τέσσερεις φραπέδες ταυτοχρόνως. (από Khan, 19/10/09)

Δες και κομμέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα λεφτά, τα χρήματα, τα φράγκα, ο μπερντές, ο παράς, τα μπικικίνια, το ρευστό, τα τάληρα, το μαλλί, τα μαϊδιά (το τελευταίο είναι δωδεκανησιακό).

Ετυμολογία: γκαφ < γκαφρά < φράγκα.

(Μουσικοί σε ταβέρνα. Έχουν τελειώσει το πρόγραμμά τους.)
- Ε, τι λέτε, καλά μας δεν ήταν; Τιγκανάνθρωποι σιγά σιγά;
- Ποιος θα πάει στον έτσι για τα γκαφ;
- Πας;
- Πάλι εγώ ρε μαλάκα; Πήγαινε εσύ.
- Αφού εσύ είχες πει ότι θα πας.
- Πήγαινε ρε μαλάκα, τι ντρέπεσαι; Ελεημοσύνη θα ζητήσεις; Δουλεμένα τα 'χουμε.
- Ξεκόλλα μαλάκα, πήγαινε πάρ' τα να πάμε σπίτια μας.
(Κ.ο.κ. επί μία ώρα...)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπουκάλια στα ποδανά.

- Όλο καλιαμπού και ψουψουψού στη μέση του μπλοκ, μπροστά στον κόσμο, τον πήρανε χαμπάρι και οι πέτρες ....
- Αφού είναι πύρκαυλος ο μικρός...έχει χαβά πάντως...
- Ρε της ψωλής του το χαβά έχει, αλλά τέσπα.

Η Κυρία βνωρίζει από καλιαμπού - όπως και ο Κώστας Καφάσης γνωρίζει από καλό ψάρι. (από Vrastaman, 15/09/08)τα είχατε ακούσει για τη μονή εσφιγμένου, ε; http://www.lifo.gr/now/greece/31636 (από xalikoutis, 05/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τσιγάρο στα ποδανά. Δεν θα πρέπει να συγχέεται με τον γάρο.

Ψηλέ, έλα να σκίσουμε ένα γαροτσί πριν μπούμε στο σινεμά.

Got a better definition? Add it!

Published

Στα ποδανά (=ανάποδα): τα χάπια. Συνήθως χρησιμοποιείται για ναρκωτικά σε μορφή χαπιού, όπως πχ το ecstasy. Αλλιώς λέγονται και κουμπιά.

Έχω κατεβάσει τόσα πιαχά που ό,τι και να μου λες δεν σε καταλαβαίνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified