Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...
Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.
Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...
Got a better definition? Add it!