Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ιππεύω βίαια κάποια, την ξεμουνιάζω. Η προέλευση του είναι απο την έκφραση «μου 'μεινε στο χέρι», όταν κάτι χαλάει, ενώ είναι στα χέρια μας.

Πήρα βιάγκρα χτες και την έσκισα την Λωλότα. Της έδωσα το μουνί στο χέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified