Ρατσιστικός χαρακτηρισμός για τη Φιλιππινέζα στα κομμέ, ιδίως αν είναι πινέζα σε ύψος και πιπινέζα σε εμφάνιση και ακαθόριστη ηλικία, προερχόμενη από νησάκι στην πινέζα του χάρτη.

Για τα γεράματά μου θέλω να κάνω σχέση με μια πινέζα. Ξέρει κανείς κανένα καλό app, όπου να μπορώ να βρω;

Got a better definition? Add it!

Published

Στην ποδοσφαιροσλάνγκ είναι ο κοντός ποδοσφαιριστής που μπορεί, όμως, να είναι αποτελεσματικός στην επίθεση.

Δεν σου γεμίζει το μάτι, αλλά είναι κοντοσφηνιά.

Got a better definition? Add it!

Published

1.Ιδιωματισμός για την ακρίδα, σε χρήση στην Ήπειρο, σε περιοχές με επαφή με την αλβανική γλώσσα ή τα αρβανίτικα.

Ιούνιος 1932, Στα Μέγαρα έπεσαν σύννεφα από καρκαλέτσια, φάγανε όλα τα αμπέλια των Μεγάρων (Ιστορία των Μεγάρων)

2.Ο επίμονος βήχας, ο κοκκύτης, αναφερόμενος και ως κάρκαλος ή καρκαλέτζης ή καρκαλιάς.

Ο επίμονος και ιδιόρρυθμος βήχας, που σε περίοδο παροξυσμού κόβει την ανάσα, κάνει τη διαφορά και οδηγεί όλους στην ασφαλή διάγνωση: Καρκαλέτσι. Αλλιώς καρκαλιάς. (Χρήστος Παπακίτσος, "Το καρκαλέτσι και τα γιατροσόφια του", Τζουμερκιώτικα Χρονικά, 2012, σ. 28).

3.Μεταφορικά ο ψηλός και κάτισχνος άνθρωπος.

Τι καρκαλέτσι πήγε και παντρεύτηκε! Είναι σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη.

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθετη λέξη που δηλώνει την τάση προτίμησης ή συναίνεσης για την χρήση βίας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής. Αναφέρεται στο άτομο που γίνεται ευχαρίστως δέκτης βίας στο πλαίσιο ερωτικής συνεύρεσης. Η ξυλοχωρητικότητα συχνά πιθανολογείται ευθέως από συγκεκριμένα σωματικά χαρακτηριστικά (μεγάλο ύψος ή/και βάρος, εύρος λεκάνης).

Τούμπανο το Μαράκι, δε λέω, αλλά δεν έχει καθόλου ξυλοχωρητικότητα. Ούτε μια σφαλιαρίτσα δεν με άφησε να ρίξω.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τάπας. Ο πολύ κοντός. Ο πινέζας.

- Πόσο ύψος έχεις;
- Είμαι ένα και ένα μίλκο, γάμησε τα.

Δες επίσης μίλκο, ένα κι ένα milko

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified