Γρήγορα.
Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.
Γρήγορα.
Με το που είδα τα μπατσόνια την έκανα με τις μπάντες.
Got a better definition? Add it!
Μπαίνω γρήγορα σε στροφές. Η συνηθισμένη κατάληξη είναι να βγαίνω με τις ζάντες.
Ναι είναι τρελός οδηγός, μπαίνει με τις μπάντες και βγαίνει με τις ζάντες, λολ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σε κατάσταση αναμονής, αργά-αργά, χαλαρά.
- Δεν σε βλέπω και πολύ καλά...
- Είμαι λίγο στο ρελαντί, αλλά θα πάρω μπρος, πού θα πάει...
Got a better definition? Add it!
Έκφραση μεταξύ «γρήγορων». Όταν σε κόντρα ο ένας ρίξει πολύ του άλλου, ο πίσω τον κοιτάζει με το κυάλι.
- Τι άκουσα ρε Μπάμπη, θα τα στήσετε το βράδυ με το Νιόνιο;
- Ψηνόταν ο μαλάκας, τον γαργαλάνε 100 ευρώ και θέλει να μου τα σκάσει. Με το καβουρντιστήρι που έχει για μηχανάκι με το κυάλι θα με ψάχνει...
Got a better definition? Add it!
Όταν, στο παρκάρισμα ή στο ξεπαρκάρισμα, στουκάρουμε τον μπροστινό ή τον από πίσω μας τόσο δυνατά ώστε το ακούνε όλοι. Το λέμε για όσους, την ώρα που (ξε)παρκάρουν, κοιτάν αλλά δεν βλέπουν (είναι κοντοί ή γέροι ή άσχετοι ή ξανθιές) και περιμένουν να ακούσουν το μπαμ για να σιγουρευτούν ότι δεν πάει άλλο η μανούβρα.
ΚΡΑΑΑΑΤΣ!!!
- Ω τον παππού! τον τσάκισε τον πίσω του!
- Α, καλά, αυτός παρκάρει δια της ακουστικής μεθόδου.
- Άμα ακούει κιόλας το χούφταλο, πάλι καλά...
βλ. και παρκάρω με το αυτί
Got a better definition? Add it!
Η έκφραση αυτή οφείλει την πατρομητρότητά της στους κώδικες της οδικής κυκλοφορίας. Σχετίζεται με την αγνόησή του κόκκινου φαναριού από τον οδηγό ενός αυτοκινήτου, μ' αποτέλεσμα ο οδηγός που οδηγεί στον κάθετο μ' αυτόν δρόμο να δει τον άλλο απροσδόκητα, ως φάντη μπαστούνι μπροστά του. Ως εμπόδιο που αφενός του εμποδίζει τη διέλευση και αφεδύο απειλεί και τη ζωή του.
Η εκφορά της φράσης στη σλανγκική, χρησιμοποιείται με τη γενικότερη σημασία της εμφάνισης απροσδόκητου εμποδίου που απειλεί την αναβολή των σχεδίων κάποιου, ή τη ματαίωσή τους.
Πιο συγκεκριμένα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για:
- Απροσδόκητο εμπόδιο που δεν θα μπορούσε να προβλεφτεί (βλ. παρ. 1).
- Απροσδόκητο εμπόδιο που θα μπορούσε να προβλεφτεί, αλλά δεν έγινε καλή εκτίμηση της κατάστασης (βλ. παρ. 2).
Από μεσοβδόμαδα προετοιμαζόμουν για να πάω το ΣΚ διακοπές, αλλά... μου τη βγήκε με κόκκινο ένας καραμπινάτος πυρετός την Παρασκευή το βράδυ.
Κατέβηκα στο κέντρο με τ' αμάξι για ψώνια, λίγο πριν κλείσουν τα καταστήματα, αλλά μου τη βγήκε με κόκκινο η μαλακία μου. Είχα ξεχάσει βλέπεις, το πορτοφόλι μου, στο σπίτι.
Got a better definition? Add it!
Εδώ δεν αναφερόμαστε σε πρώιμα βυζάκια εφήβων, αλλά σε δυσοίωνα καρουμπαλίδια στις πάντες σε λάστιχα αυτοκινήτων, μηχανών ή άλλων πουτσύλατων, που αναπτύσσονται λόγω φθοράς ή μετά από γερό γδάρσιμο σε πεζοδρόμιο.
Ο βουλκανιζάτωρ δεν την παλεύει την κατάσταση και ενδείκνυται άμεση αντικατάσταση λάστιχου προς αποφυγήν πολύνεκρου.
Ένα προβλημα που είχα ήταν ότι ένα μπροστινο λαστιχο στα 45000 πεταξε βυζι. Φταιει το οτι τα Michelin θεωρουνται μαλακα κ αν ανεβαινεις πεζοδρομια ισως πεταξουν βυζι; (από εδώ)
Κάποια στιγμή έκανα μια ταρζανιά και έπεσα με φόρα πάνω σε κράσπεδο-πεζοδρόμιο, το οποιο προεξείχε και το ανέβηκα λόγω που ο δρόμος ήταν πολύ ανηφορικός και δεν φαινόταν
Αποτέλεσμα να πετάξει το λάστιχο βυζί και να το αλλάξω.
(από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Επαναφέρω μετά την υπερστροφή.
- Δώσε, δώσε, τσίμπα, τσίμπα λίγο, ίσιωσε, ίσιωσε, ανάποδο!
(ΓΚΡΑΟΥΚΑΠΑΚ!!!!!)
- Ε, ντιπ τραγί είσαι!
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωριέμαι, δεινοπαθώ, υφίσταμαι κακουχίες.
Το ξύλο νοείται εδώ μεταφορικώς. Αν φάμε κανονικό ξύλο, αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τότε λέμε ότι τις μαζέψαμε, ότι μας τις έβρεξαν, ότι μας κοπάνησαν, ότι μας έκαναν ασήκωτους κλπ.
Εντούτοις, η έκφραση τρώω ξύλο αφορά κυρίως ταλαιπωρίες σωματικές. Διότι όπως έλεγε ο Foucault, σε τελική ανάλυση όλες οι εξουσίες και οι καταπιέσεις έχουν ως αποδέκτη το ανθρώπινο σώμα, και δεν επιδέχονται περαιτέρω αναγωγής σε κάτι πιο χειροπιαστό.
Παραδείγματα:
Ξύλο τρώω όταν έχει πέσει πολύ χώσιμο στη δουλειά και δεν προλαβαίνω ούτε να κλάσω.
Ξύλο τρώω όταν βρέχει καρέκλες και γω είμαι με το μηχανάκι στο δρόμο.
Ξύλο τρώω όταν είμαι (πάλι) με το μηχανάκι κι από τις πολλές λακκούβες του γαμόδρομου, έχω πάρει τη μέση μου στο χέρι.
Ξύλο τρώμε όταν είμαστε συνεπιβάτες σε αμάξι και από τα πολλά στροφιλίκια του δρόμου, κοντεύουμε να ξεράσουμε τ' αντέρια μας.
Ξύλο τρώμε σε πολύωρο ταξίδι με αερόπλανο, όπου από το στριμοκώλιασμα στην αεροπορική έχουμε γίνει σαν ανάποδο γαμώτο.
Υπάρχει όμως και η ψεχολογική (sic) διάσταση του θέματος:
Όταν π.χ. πάμε να γράψουμε εξετάσεις (σχολείο, πανεπιστήμιο κλπ) και τα θέματα είναι γενικώς απάλευτα, λέμε πως έπεσε ξύλο.
Η οποία ψεχολογική διάστασις είναι στο φινάλε σωματικός ντουβρουτζάς, διότι πας σπίτι σου μετά το εξεταστικό βατερλώ και απ' τα νεύρα σου πονάει το κεφάλι σου, οι αρθρώσεις σου, οι μύες σου και θες απαξάπαντος ένα τσιγάρο ρε πούστη μου να ισιώσεις. Γενικώς τις όποιες διακρίσεις μεταξύ σωματικού και ψυχολογικού τις έχουμε αποδομήσει προ πολλού (όπως και πολλές άλλες)...
Ξύλο δεν τρώνε μόνο οι άνθρωποι, τρώνε ενίοτε και τα αντικείμενα, ιδίως εκείνα που κατά όλες τις ενδείξεις έχουν ψυχή: τα μηχανοκίνητα.
Όταν π.χ. βγάζεις βόλτα το καινούργιο σου κωλοφτιαγμένο σαυρίδι κι αρχίζουν να τερματίζουν οι αναρτήσεις απ' τις ανωμαλίες του οδοστρώματος, τότε το έρμο το αμαξάκι τρώει ξύλο κι η καρδιά του κάβουρα κατόχου ραγίζει...
- Είδες ο Γιαννάκης αμαξάκι που χτύπησε; Μερσεντικό SLK καμπριούμπα περικαλώ... Τριάντα χηνάρια ζεστά ζεστά ακούμπησε.
- Ναι ρε, μαζί ήμασταν την Κυριακή και τραβηχτήκαμε προς Τρίπολη για να το ανοίξουμε λίγο και να ξεκαυλώσουμε.
- Και λοιπόν;
- Νταξ, στην Εθνική πάει χαρτί το εργαλείο, είναι στο φυσικό του περιβάλλον. Δεν ξέρεις όμως τι τραβήξαμε όταν χωθήκαμε κατά λάθος σ' ένα χωματόδρομο κοντά στην Κόρινθο. Κάναμε 6 χιλιόμετρα σε 30 λεπτά. Τέτοια ταλαιπωρία ούτε στον εχθρό σου. Έφαγε ξύλο το αμαξάκι, και μαζί φάγαμε κι εμείς.
Βλ. σχετικά: ξύλο, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, κολυμπηθρόξυλο, ξύλο μετά μουσικής, της αρκούδας, ξύλο της χρονιάς, ταβερνόξυλο, βαράτε, κλωτσομπουνίδι. Ακόμη: ρίχνω, τρώω, πέφτω.
Got a better definition? Add it!
Αν και η έκφραση σημαίνει το ίδιο με τα κλάνω μέντες/μάντρες/φασκόμηλα κλπ, εντούτοις προέρχεται από τη γνωστή φάρσα του σφηνώματος πατάτας σε εξάτμιση αυτοκινήτου.
Ο ανυποψίαστος οδηγός, στην προσπάθειά του να βάλει μπρος και νομίζοντας ότι το αμάξι είναι μπουκωμένο, πατάει πολλές ξερογκαζιές με αποτέλεσμα κάποια στιγμή, από τα αέρια που έχουν συμπιεστεί μέσα στην εξάτμιση, να εκτοξευτεί η πατάτα κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο σαν κανονιά.
Προσοχή: Μην το δοκιμάσετε! Απαιτεί μεγάλη εμπειρία! Αν η πατάτα δεν σφηνωθεί καλά, πετιέται έξω με τη μία χωρίς θόρυβο. Αν από την άλλη σφηνωθεί υπερβολικά πολύ υπάρχει κίνδυνος να διαλυθεί ολόκληρη η εξάτμιση!
- Το όνειρό μου είναι να πάρω ένα από κείνα τα παλιά αυτοκίνητα αντίκες, ξέρεις, με τη μανιβέλα, που όταν τα βάζεις μπρος κλάνουν πατάτες!
- Καλή φάση! Εγώ θέλω να πάρω ένα iphone 5! Ζήτησα ήδη δυο μισθούς μπροστά από τη δουλειά.
Got a better definition? Add it!