Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.
Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.
Ο πεοθηλασμός ή πιο απλά τσιμπούκι. Η διαδικασία γλειψίματος του αντρικού μορίου.
Και που λες, μου πήρε μια πίπα μέσα στο αμάξι, άλλο πράγμα.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται και σαν προσβολή, με την έννοια του πεοθηλασμού.
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!
Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!
- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που γαμάει (ή νομίζει ότι γαμάει) ό,τι κινείται. Από το «γαμάει σαβούρα».
- Καλή, ετσ';
- Άντε ρε σαβουρογάμη...
Και σαβουρομπήχτης.
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Το αντρικό γενετικό μόριο. Συνήθως λέγεται για να δείξει υπερβολή ώς προς το μέγεθος.
- Πάω τη μαλαπέρδα μου στη γυναίκα σου να απλώσει τις κουβέρτες, ρε καραγκιόζη...
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Ο αμφιφυλόφιλος, ο αρεσκόμενος τόσο να τον «δίνει» όσο και να τον «παίρνει», (με άτομα του ίδιου φύλου, βεβαίως-βεβαίως!).
Στην καθομιλουμένη, κάτι χειρότερο από τον πούστη, υπό την έννοια ότι ο ένας έχει προκαθορισμένα «γούστα», ενώ ο άλλος είναι «απρόβλεπτος».
- Ωχουουου!!!! Άσε με που μου αναφέρεις αυτόν τον μπινέ.
- Ξέρεις τι μπινές είναι αυτός... Μακριά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Εννοούμε το γιατρικό στην πνευμονία ή στο γερό κρύωμα, ενίοτε χρησιμοποιείται και ως όρος σεξουαλικού περιεχομένου.
Του 'κοψα δυο βεντούζες στην πλάτη και του 'φυγε το κρύωμα...
- Έτσι... έτσι μωρή καργιόλα... βεντούζαααα... Ρούφα τα όλα...
Got a better definition? Add it!