Όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει ερωτικό παιχνίδι (sex toy) που αποτελείται από αλυσίδα ή σχοινί με μπίλιες/χάντρες που εισέρχεται στον πρωκτό.

- Μάκη μου, τι δώρο θες για τη γιορτούλα σου;
- Αχ, το έχω απωθημένο να παίξω μ' ένα κωλομπεγλέρι σπέσιαλ!
- Ό,τι θέλει το παιδί.

- Και που λες, μπαίνω στο γραφείο του διοικητή και τον βρίσκω ξαπλωμένο ανάσκελα με τη μαλαπέρδα πάνω στη κοιλιά...μου λέει « έλα πιτσιρίκο να πούμε δυο κουβέντες σταράτες»..
- Ε τον βρωμιάρη...και τώρα τι θα κάνεις;
- Το μόνο που μένει να κάνω είναι να τον κεράσω ένα κωλομπεγλέρι δυόμισι μέτρα...

(από Afentikos, 14/02/15)(από Afentikos, 14/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Κουβάδες»: δείχνει τεράστια ικανοποίηση η και απόλαυση και αποτελεί τμήμα της έκφρασης «χύνω κουβάδες». Επίσης δεν αναφέρεται μόνο σε σεξουαλικά αντικείμενα αλλά και σε οτιδήποτε μπορεί να προσφέρει απόλαυση η ευχαρίστηση. Επίσης χρησιμοποιείται ως παραίνεση.

1) Συζήτηση μεταξύ φίλων. Ερώτηση: είναι καλό το τελευταίο π.χ. (ταινία, δίσκος, παιχνίδι, βιβλίο);
Απάντηση: Καλά μιλάμε, κουβάδες!

2) Πήγαινε να φας στο τάδε εστιατόριο, το φαγητό είναι κουβάδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω τρία ακόμα είδη μουνικών στον έξοχο ορισμό στη καθ' ύλην αρμόδιας Iron:

  • Κρέμα ή φάρμακο για μουνολογικές παθήσεις.
  • Το γυναικομάνι, η θηλυκή εκδοχή του αρχιδόκαμπου.
  • Μουνικό οξύ, ένα οργανικό ισχυρό οξύ, μετρίως διαβρωτικό χωρίς ιδιαίτερες βιομηχανικές χρήσεις. Προσβάλλει το δέρμα και διαβρώνει και φθείρει τα εσώρουχα. Η οσμή του είναι ερεθιστική και θυμίζει καμένο ντουί. Το καθαρό μουνικό οξύ είναι τελείως άχρωμο, αλλά το μουνικό οξύ του εμπορίου είναι κιτρινωπό επειδή περιέχει προσμίξεις.

1. μουνικό (= αλοιφή για τη θεραπεία παθήσεων των εξωτερικών γεννητικών οργάνων της γυναίκας)

1. θυμάμαι τον Κώστα Πρέκα που ήτανε πολύ – μα πολύ εξοικειωμένος με το υγρό στοιχείο. Πρωταθλητής καταδύσεων ήτανε ο άνθρωπος. Έριχνε βουτιά απ’ τον ψηλότερο βατήρα στο κολυμβητήριο κι αναστέναζε το μουνικό στις κερκίδες

3. Μικροί κυνηγάγαμε τα μαύρα βρακιά που άπλωναν τα παλιά χρόνια οι θείτσες και γιαγιάδες, αυτά που είχαν ξασπρίσει στο γνωστό σημείο απ΄το «μουνικό οξύ», και με ψαλίδι το κόβαμε και το κρεμάγαμε δίπλα στα βρακιά!! Όλες τις γειτονιάς μόλις μας έπαιρναν είδηση έτρεχαν και τα μάζευαν!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από τη παραφθορά της λέξης κουλούρι για να δηλώσει τον ανδρικό ή γυναικείο πρωκτό. Δεν πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη δεδομένου του σχήματος του κουλουριού (στρογγυλό με τρύπα στη μέση) αλλά και της ίδιας της υπόστασης του ως διατροφικό προϊόν, δηλαδή ενός εξαιρετικά δημοφιλούς εδέσματος που όλοι σπεύδουν να το ζητήσουν και να το καταναλώσουν. Σημειωτέον πως το κωλούρι είναι ιδιαίτερα δημοφιλές στο ανδρικό κοινό, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δεν χαίρει εκτίμησης και από το γυναικείο.

Για λόγους υγείας και υγιεινής, το κωλούρι είναι καλύτερο σκέτο, δηλαδή χωρίς γέμιση. Αν και αυτό πάλι είναι θέμα καθαρά γούστου και -πάνω απ' όλα- βίτσιου.

- Τι είναι αυτό που θα σας κάνει να θέλετε να συζητήσετε με μια κοπέλα; κ ποιο χαρακτηριστικό είναι αυτό που σας κάνει να την γουστάρετε τρελά; πάντα ήθελα να μάθω...

- Το σπίτι που μένει και σε ποιά περιοχή, το αυτοκίνητο που οδηγεί, το ρολόι π
που φοράει, αν έχει δικιά της επιχείρηση και αν δίνει κωλούρι. (Από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified