Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Δε με λες κοπελιά, το πας το γράμμα;
- Α' να χαθείς ηλίθιε!
Got a better definition? Add it!
Γαμιέμαι, έχω σεξουαλικές σχέσεις με κάποιο άτομο.
- Το πνίγεις το λαγουδάκι βλέπω...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει, συνήθως μεταφορικά, ότι είτε κάποιος έχει κουραστεί πολύ, είτε έχει φάει πολύ ξύλο, είτε ότι όντως του / της έχουν γαμήσει τα βάρδουλα.
- Τι έγινε, πήγες προπόνηση σήμερα;
- Άσε... πήγα και μας γάμησε τα βάρδουλα ο προπονητής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η χάλια κατάσταση ενός αντικειμένου ή ατόμου.
Η σερβιτόρα παραπάτησε και μου 'φερε το δίσκο στο κεφάλι και μ' έκανε μουνί καπέλο! Η καριόλα...!
Δες και καπέλο.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από μια παροιμία των Μάγιας, «τρεις το πούτσο κλαίγανε», που αναφέρεται σε τρεις γκόμενες του μακαρίτη! Σημαίνει στεναχώρια χωρίς ουσία, αφού δεν αλλάζει με κάποιο τρόπο. Και τελικά κάτι ανούσιο, ανάξιο λόγου.
- Να πάμε να διαμαρτυρηθούμε.
- Τώρα μάλιστα, τον πούτσο κλαίγανε...
Got a better definition? Add it!
Αφορά την πράξη της μαλακίας ή απλά της αδράνειας.
— Τι θα γίνει θα βγούμε; Ο Νίκος θα έρθει;
— Άσ' τον αυτόν θα κάτσει σπίτι... Ασπρίζει τοίχους...
Δες και βάφει ταβάνι.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.
Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γαμιέμαι, ή έχω τις ανάλογες τάσεις.
Συνώνυμα:
- Δε μου λες ρε, ο Λέλος το γρασάρει το ρουλεμάν τελευταία ή μου φαίνεται;
- Πρέπει να το γρασάρει. Τις προάλλες έσκυψε να πιάσει τον αναπτήρα του και πήρε το μάτι μου κουραδοκόφτη!
- Τσκ τσκ τσκ... καλά κι εσύ τι κοίταγες;! Μπας και το μελώνεις το παστέλι κι εσύ;
- ...
%
Got a better definition? Add it!
Ακρωνύμιο της πρότασης "πίπα-κώλο χωρίς ανάσα". Χρησιμοποιείται είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, εννοώντας έντονη δυσφορία και δυσκολία.
Σχετικά: πίπα-κώλο
-Πω ρε τι έβαλε ο παλαβός; Θέματα ήταν αυτά; Μας πήγε ομαδικώς ΠΙΚΩΧΑ...
Got a better definition? Add it!
Χαώδης κατάσταση, με αλλοπρόσαλλα στοιχεία και ανομοιογενές πλήθος, κυρίως θηλυκού χαρακτήρα (σχ. αρσ.: πουτσοπανήγυρος).
- Τι μου πε ο Μήτσος ρε; Κόλαση στο μαγαζί το Σάββατο;; Γκόμενες γυμνές, βυζί χύμα και τέτοια; - Άστα ψηλέ! Του μουνιού το πανηγύρι!! Οι γκόμενες έχουν ξεφύγει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified