Εντυπωσιακό ηχητικά ρήμα το οποίο περιγράφει καταστάσεις όπου δύο άτομα περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω σχέσεις πηδιούνται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπονοεί συγκεκριμένον παρτενέρ με την έννοια του «πηδιέμαι από δω και από κει».

  1. -Και τι λέει τώρα ρε Κωστή, τα 'χουν αυτοί οι δύο;
    -Όχι ρε Γιώργο, πας καλά; Απλά τραβογαμιούνται...

  2. Τη βλέπεις αυτή εκεί που τα 'χει πετάξει όλα έξω; Δεν ξέρω αν σου προκαλώ έκπληξη αλλά προφανώς και τραβογαμιέται από τα 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.

«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται όταν ένα club / cafe / bar είναι γεμάτο με πούτσες (άντρες). Είναι μία εναλλακτική έννοια του αρχιδόκαμπου.

Ρε μαλάκα πάμε να φύγουμε, εδώ μέσα γίνονται κονταρομαχίες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον πούτσο μου λουλούδια: Έκφραση που δηλώνει πλήρη αδιαφορία από το άτομο για μια συγκεκριμένη κατάσταση. Συνώνυμο με την έκφραση «στ’ αρχίδια μου», αλλά περισσότερο εύηχο. Εναλλακτική χρήση: «στον πούτσο μου γαρδένιες».

- Καλά ρε φίλε, χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις στο SLANG.GR;
- Φίλε εγώ γράφω ό,τι γουστάρω και στον πούτσο μου λουλούδια.

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά (μπινελίκι) το οποίο περιέχει αναφορά στα Θεία.

Ταμπού για κάποιους, αναπόσπαστο κομμάτι του καθημερινού λεξιλογίου για άλλους.

-Έλεος ρε πούστη μου, τι διαιτησία ειναι αυτή γαμώ το Χριστό μου!
-Άραξε ρε φίλε, όχι γαμοσταυρίδια με το παραμικρό!

(από joe909, 11/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σεξουαλικό σύμπλεγμα με δύο άντρες και μία γυναίκα, στο οποίο η γυναίκα κάνει στοματικό σεξ στον ένα και πισωκολλητό με τον άλλο.

- Πού να σ' τα λέω ρε ψηλέ, χθες με το Μάκη καταφέραμε μιά σαραντάρα, την πήγαμε σπίτι και την τρελάναμε στη σούβλα.
- Αλήθεια ρε; Άντε μπράβο, που μου παραπονιόσουνα τόσον καιρό με τις νηστίσιμες.
- Άσε μεγάλε, ανάσταση.

Βλ. και πίπα-κώλο, πλάτη για τάβλι, πύργος του Άιφελ, χιώτικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή, η οποία αναφέρεται στην σεξουαλική κακοποίηση άνω των δύο (2) ατόμων. Άμυνα απέναντι σε οργανωμένη ομάδα συνομιλητών, η οποία διαφωνεί μαζί μας. Καλαμάκι θεωρείται το πέος και κομματάκια κρέας οι κώλοι των συνομιλητών.

Ουδεμία σχέση με τη φράση «αγοράζω σουβλάκι».

- Πάρε Γιώργο και Νίκο και ελάτε από το σπίτι μου!
- Λέγαμε να αράξουμε απο το δικό μου...
- Έτσι και με κρεμάσετε θα σας πάρω σουβλάκι, ρε!

Got a better definition? Add it!

Published

Δαγκώνω το καυλί μου: υφίσταμαι υπερβολικό κρύο.

Δεν καταφέραμε να ανάψουμε το τζάκι στο εξοχικό του και δαγκώσαμε το καυλί μας.

Got a better definition? Add it!

Published

Aπρόβλεπτα δύσκολη άσκηση, εργασία.

Μου βγήκε ένα καυλί στη δουλειά. Πάτε εσείς και θάρθω και εγώ μετά, όταν τελειώσω.

Got a better definition? Add it!

Published

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified