Κάπως παρωχημένος ο όρος πλέον, γνώρισε μεγάλη δόξα όταν ο Ιταλός προπονητής Αλμπέρτο Μαλεζάνι βρισκόταν στην Ελλάδα. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αναπάντεχη / απροσδόκητη / ανεξήγητη αλλαγή παίκτη / συστήματος κλπ από τον Αλμπέρτο.

Πω τον πούστη τον Ιταλό άρχισε τις μαλεζανιές... Σέριτς βάζει εξτρέμ, Τζιόλη οργανωτή και κόφτη μαζί, Λεοντίου μπακ... Τι 11αδα κατέβασε το άτομο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται και για να δηλώσει την απόλυτη συμφωνία σε κάτι. Αντίστοιχα, με ειρωνικό τόνο, τη διαφωνία στα λεγόμενα του συνομιλητή.

  1. - Και τι λες, πάμε γήπεδο Κυριακή;
    - Τίγκα ρε μαλάκα, το συζητάς;

  2. (ειρωνικά)
    - Καλά, έτσι και μου πει καμία μαλακία τον έχω γαμήσει!
    - Ναι ρε βλάκα, τίγκα... Ποιον να γαμήσεις, ένα μπουκέτο σ' έχει..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καραπουτσακλάρα. Δίνει περαιτέρω έμφαση από το στην πούτσα μου και καθιερώθηκε μετά το γνωστό ξέσπασμα Μαλεζάνι μετά από έναν αγώνα ΠΑΟ-Ηρακλή και το σκετσάκι με το οποίο ο Μητσικώστας σατίρισε το γεγονός.

-Καλά μαλάκα, άμα ξαναδείς χάρη από μένα...
-Στην καρακατσοκλάρα μου! Ανάγκη σε είχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντυπωσιακό ηχητικά ρήμα το οποίο περιγράφει καταστάσεις όπου δύο άτομα περιστασιακά και χωρίς ιδιαίτερες περαιτέρω σχέσεις πηδιούνται. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και χωρίς να υπονοεί συγκεκριμένον παρτενέρ με την έννοια του «πηδιέμαι από δω και από κει».

  1. -Και τι λέει τώρα ρε Κωστή, τα 'χουν αυτοί οι δύο;
    -Όχι ρε Γιώργο, πας καλά; Απλά τραβογαμιούνται...

  2. Τη βλέπεις αυτή εκεί που τα 'χει πετάξει όλα έξω; Δεν ξέρω αν σου προκαλώ έκπληξη αλλά προφανώς και τραβογαμιέται από τα 12...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται μεταξύ αντρών για να περιγράψει συνθηματικά το ξυρισμένο εφηβαίο.

-Για πες τι παίχτηκε με το Μαράκι, προχωρήσαμε;
-Προχωρήσαμε, προχωρήσαμε...
-Ώπα! Και για πες, για πες!
-Ένα έχω να σου πω... Καμμένο δάσος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μικρό κομμάτι σκατό που προκύπτει μετά από συνεχόμενες κλανιές και καταλήγει στο εσώρουχο, συνήθως χωρίς τη θέληση του κλάνοντος.

- Κλάσε κλάσε μαλάκα Παναγιώτη, θα βγει κάνα φασόλι και θα τρέχεις στην τουαλέτα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μικρά μπλε μπαλάκια ύφασμα που ανακαλύπτει κανείς ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών μετά απο μια κουραστική μέρα που φορούσε μπλε κάλτσες. Τείνει να γενικευτεί για όλα τα χρώματα, πχ άσπρο, κόκκινο κλπ.

- Μαλάκα μην τολμήσεις και βγάλεις κάλτσες τώρα, θα γεμίσεις το πάτωμα μπλέμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χρησιμοποιείται μετά από μεγάλη έκπληξη για να δηλώσει περιεκτικά όλη την απορία και την τρομάρα του ομιλητή.

  2. Η πρώτη έκφραση που φτάνει στο μυαλό κάποιου προκειμένου να εκφράσει απορία σε συνδυασμό με αγανάκτηση για μια πρόσφατη διαπίστωση.

  1. — Τι στον πούτσο;;;
    — Τι ήταν αυτό ρε μαλάκα σεισμός;

  2. Τι στον πούτσο; Πας καλά; Αυτά σου είπα να πάρεις γαμώτο μου;
    Τρέχα πάλι σούπερ μάρκετ και φέρε Ο,ΤΙ ζήτησα!

Δες γενικότερα: η ευχή και ο πούτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπίπτει απόλυτα και με το γνωστό φάκαμπλ, εξ ολοκλήρου αγγλικό, εκ των fuck και την κατάληξη -able.

- Τσέκαρε εκεί ρε απέναντι αυτά τα γκομενάκια!
- Ε όχι ρε φίλε είπαμε!
- Γιατί ρε μαλάκα σε χάλαγαν; Μια χαρά φάκαμπλ τις κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified