Επιθετικός προσδιορισμός, σχετικά συνώνυμος με τον μουνίκακα, στο πιο μαλακουάζ του. Συνήθως υποδηλώνει τον κρετίνο, κάποιες φορές υποχόνδριο άνδρα, ο οποίος τυγχάνει να είναι ταυτόχρονα αγαθοβιόλης και μουνόδουλος. Συντάσσεται τόσο προσδιοριστικά («είναι απαλομουνίδας» όσο και ποσοτικά («πόσο απαλομουνίδας είσαι»).

- Ρε συ, τα' μαθες για τον Σάββα ; Πάλι του σβούριξε χυλόπιτα η Έλενα!
- Έλα ρε ! Καλά πότε πρόλαβε και χώνεψε την προηγούμενη που του είχε ρίξει ;
- Έλα ντε! Νόμιζε ότι επειδή τον πήρε προχτές τηλέφωνο να τον ρωτήσει κάτι για τη σχολή, μετάνοιωσε που τον απέρριψε την περασμένη εβδομάδα.
- Μα πόσο απαλομουνίδας γίνεται ο μαλάκας ώρες-ώρες !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό της αγαθομούνας, δηλαδή ο αγαθιάρης, ο αφελής, ο καλοπροαίρετος μέχρι ανοησίας, τελικά ο μαλακάκος.

Να σημειωθούν:

  1. Ορισμένα (όχι όλα!) θηλυκά ουσιαστικά με β' συνθετικό το -μούνα έχουν αρχίσει να σχηματίζουν και αρσενικό αντίστοιχο. Κλασικό παράδειγμα το κλαψομούνης. Μάλλον όμως αποδίδουμε σ' αυτούς τους άντρες -μούνηδες μια βασικά θηλυκή συμπεριφορά (με την κακή έννοια).

  2. Το αρχαίο ιδανικό καλός καγαθός έχει σλανγκιστεί από το Νεοέλληνα με τελείως αρνητική σημασία ως καλοκαγαθιάρης , δηλαδή αγαθομούνης. Μια θεαματική ανατροπή!

Σύγκρινε: χαζομούνης, χαφτομούνης.

Αγαθομούνης σήμερα, κερατάς αύριο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.

Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified