Ο μηχανισμός ανοίγματος και κλεισίματος σε παλιά σπίτια. Ίσως και τμήμα μόνο του μηχανισμού ως ελατήριο σε παρόμοιες κατασκευές πορτών. Μάνταλο.

Προέλευση μάλλον τούρκικη που μέσω Μικράς Ασίας πέρασε Ελλάδα.

Χρήση κυριολεκτική και μεταφορική. Μεταφορικά το λέμε όταν χαλάμε, σπάμε κάτι μέχρι αχρηστίας:

Άτιμο παιδί πώς το βαρούσες έτσι ρε το πιάνο? Τού'σπάσες τα ζεμπερέκια!

Καλά ε άμα αγοράσω εγω ένα σπόρ αμάξι όλο πατητός θα πηγαίνω, θα του γαμήσω τα ζεμπερέκια.

Έχω στον πούτσο μου βιολιά/ έχω και τουμπερλέκια/ κι όπως γουστάρω τα βαρώ/ και σπάω τα ζεμπερέκια. Γεώργιος Καραϊσκάκης (παράθεση από την ταινία: Οι ιππείς της Πύλου, 01:19:40).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ηλικιωμένη που έχει πολύ έντονα πάνω της τα σημεία της φθοράς, νομίζω εκ του τουρκικού ρήματος çürür= φθείρω.

  1. Τη δουλειά της κάνει η τσουρογρια και για τα λεφτά που μας έχει δώσει και για τη θεσούλα της ενδιαφέρεται. (Από θάψιμο της Κριστίν Λαγκάρντ στο Φέισμπουκ).
  2. ΚΑΚΟΓΑΜΗΜΕΝΗ ΤΣΟΥΡΟΓΡΙΑ ΦΕΤΟΣ ΕΛΑ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΔΙΑΚΟΠΕΣ, ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ. (Ksipnistere με φωνακλά τζιλφάκια επίδοξο καλοκ-εραστή της Άγκελας Ζάουερ).
  3. δεν το ακουσα ολο το κομματι γιατι προτιμω να παω να παρω γλειφοκώλι σε καμια τσουρογρια παρα να το ακουσω. (Hip Hop).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified