Αλλιώς ο μπάτσος, ο αστυνομικός.
Μην πάμε από Ομόνοια, γιατί θα μας κάνει αλκοτέστ ο μπάτσμαν.
Αλλιώς ο μπάτσος, ο αστυνομικός.
Μην πάμε από Ομόνοια, γιατί θα μας κάνει αλκοτέστ ο μπάτσμαν.
Got a better definition? Add it!
Ελαφρά μορφή λαϊκού που είχε κυριαρχήσει τη δεκαετία του 1990.
Μια σκέψη με αφορμή το χθεσινό ρεζίλι του ''παρκέ'' αντί ''MKD''. Ο εθνικιστικός πυρετός των αρχών της δεκαετίας του '90, που κορυφώθηκε στα περίφημα συλλαλητήρια, άλλαξε συνολικά το πολιτισμικό πρόσωπο της Ελλάδας. Πολλά trends και μόδες των νάιντιζ, που συνήθως θεωρούμε "αθώα", τροφοδοτήθηκαν και ίσως έγιναν δυνατά λόγω της αναζωπύρωσης του εθνικού συναισθήματος - διαδικασίας που φυσικά αφορούσε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μετά το '89. Εμείς θεωρητικά θα μπορούσαμε να τη γλιτώσουμε ως ενταγμένοι στην καπιταλιστική δύση σαράντα χρόνια ήδη, όμως το βαλκανικό μας γονίδιο επικράτησε και ριχτήκαμε σε μια ηλίθια μάχη για το πρεστίζ. Ποιες είναι αυτές οι μόδες της νέας ελληνοσύνης: πρώτον και κύριον η διαμόρφωση μιας νέας μουσικής σκηνής, του ελαφρολαϊκού ή μπουζουκοπόπ, και της αντίστοιχης βιομηχανίας διασκέδασης. Η δεκαετία του '90 ήταν η αρχή των ''ελληνάδικων'' με πρώτο το γνωστό Βαρελάδικο. Στα 80'ς αντίθετα οι μουσικές προτιμήσεις και τα πρότυπα διασκέδασης ήταν περισσότερο ξενόφερτα, με έντονη την αμερικάνικη σφραγίδα: disco, pop αλλά και heavy metal, η θρησκεία με την αξιοσημείωτη αντοχή έστω και τώρα που απευθύνεται σε niche κοινό. Τα 90'ς έφεραν την απενοχοποίηση και μαζικοποίηση και mainstream-οποίηση της ''ελληνικής'' διασκέδασης, ως ένδειξης εθνικής ιδιοπροσωπίας αλλά και τελετουργικού αντίστασης στις διεθνείς συνωμοτικές δυνάμεις που απεργάζονται τη διαρπαγή της ελληνικής Μακεδονίας και το μαρασμό της ως κοιτίδας πολιτισμού. Το παλαιότερο σπάσιμο των πιάτων, μια περιθωριακή πρακτική που παρέπεμπε στον υπόκοσμο εν μέρει, αντικαθίσταται από το πέταγμα της χαρτοπετσέτας, που αποβάλλει τις συνδηλώσεις έντονης λαϊκότητας και μοιάζει (σύμπτωση;) με τα χιλιάδες φέιγ βολάν και άλλο έντυπο υλικό με τα εθνικά χρώματα που λεύκαζε τον ορίζοντα την εποχή των συλλαλητηρίων. Η εξέλιξη προς το ''ελληνάδικο'' ως σήμα κατατεθεν της δεκαετίας '90 δεν ήταν αυτονόητη. Στις ανατολικές χώρες π.χ. η πτώση του σοσιαλισμού ακολουθήθηκε από έντονη αμερικανοφιλία, ένα άλμα προσέγγισης προς τη Δύση. Εμείς, πολιτισμικά τουλάχιστον, περιχαρακωθήκαμε και κάναμε βήματα πίσω.
Ανάλυση των ελληνάδικων στο Φέισμπουκ
Got a better definition? Add it!
Αυτός που του αρέσει να ζει ποιοτικά και με ανέσεις ή ζει ποιοτικά και με ανέσεις αν και ο δεύτερος χαρακτηρίζεται ως μπονβιβέρ σκέτο. Ως μπονβιβερατζής/μπονβιβερατζού χαρακτηρίζεται αυτός/αυτή που γουστάρει γενικά το φίνο και το ωραίο και το κυνηγάει άσχετα που δεν είναι παραλής. Χιουμοριστικά και ο μπονβιβέρ μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι. Προέρχεται από το γαλλικό bon vivant που στην ελληνόφωνη γωνιά των Βαλκανίων (Ελλάδα) μας ήρθε από το αγγλικό ψευτο-γαλλικό bon viveur και με την προσθήκη της τουρκικής κατάληξης -τζής (ci) είναι μία σλαγκιά πρώτης τάξεως.
-Ματσό ο Άλεξ... και πατέ στο ψυγείο του, και αυγά ψαριών, και μουστάρδα ντιζόν με άρωμα τρούφας και κάτι αλλαντικά καπνιστά μυστήρια ...
-Μπονβιβερατζής απλά, τα βρίσκει φτηνά από ρωσσικά μίνιμάρκετ και απ' τα λιντ...
Got a better definition? Add it!
Μεταφορά στα ελληνικά της έκφρασης cyber-bully, πρόκειται για αυτόν που κάνει cyber-bullying ήτοι διαδικτυακό εκφοβισμό, δηλαδή εκφοβίζει, απειλεί ή ταπεινώνει άλλους χρήστες του Διαδικτύου, δρώντας ως μπούλης και νταής. Όπως σημειώνει η Βικούλα, μεταξύ των πρακτικών που συνιστούν κυβερνο-νταηλίκι είναι η "αποστολή φωτογραφιών του ατόμου ή αλλού είδους μαγνητοσκοπημένου υλικού, η αποστολή προσωπικών πληροφοριών του ατόμου σε πολλαπλούς παραλήπτες, η αποστολή απειλητικών μηνυμάτων σε αλλά άτομα υποκρινόμενος το άτομο που εκφοβίζεται, η υποκίνηση τρίτων για διαδικτυακή παρακολούθηση και παρενόχληση του ατόμου", όπως επίσης και το να "ποστάρεις φήμες και κουτσομπολιά για ένα άτομο στο ιντερνέτι προκαλώντας μίσος στους άλλους, ή να εντοπίζεις και στιγματίζεις συγκεκριμένα άτομα, δημοσιεύοντας υλικό που τους συκοφαντεί και τους εξευτελίζει δημόσια".
Τον όρο κυβερνονταήδες χρησιμοποιεί και ο Γιώργος Κυριαζής, μεταφραστής του Thomas Pynchon και δη του έργου Bleeding Edge:
Σε λίγο είναι συνδεδεμένοι και και κατεβαίνουν αργά από το πρωινό Μανχάταν στο ζοφερό σκοτάδι, με τις μηχανές αναζήτησης του επιφανειακού διαδικτύου από πάνω τους να σέρνονται από σύνδεσμο σε σύνδεσμο, αφήνοντας πίσω τους τα μπανεράκια και τα αναδυόμενα παράθυρα και τις ομάδες χρηστών και τα αυτοαναπαραγόμενα τσατ ρουμ... εκεί βαθιά όπου μπορούν να αρχίσουν να περιπλανιούνται ανάμεσα σε ιδιοποιημένα κομμάτια χώρου διευθύνσεων με κυβερνονταήδες να φρουρούν την περίμετρο, κέντρα λειτουργίας σπαμ, βιντεοπαιχνίδια που με τον ένα ή άλλον τρόπο κρίθηκαν υπερβολικά βίαια ή προσβλητικά ή όμορφα, και επομένως ακατάλληλα για την αγορά, όπως αυτή ορίζεται σήμερα...
Τόμας Πύντσον, Υπεραιχμή, Αθήνα: εκδ. Ψυχογιός, 2014, σ. 282
Got a better definition? Add it!