Βιταμίνη G: Η βιταμίνη της σεξουαλικής δραστηριότητας, κυρίως στοματικής.

Βρίσκεται σε ερωτογόνα σημεία, τα επονομαζόμενα «σημεία G» του ανθρώπου και προσλαμβάνεται από τον ερωτικό παρτενέρ, κυρίως από το στόμα, με την λειχία των σημείων αυτών και με κατάποση των διαφόρων οργανικών παραγώγων τους και λιγότερο από τα γεννητικά όργανα (μέσω της τριβής μεταξύ των σημείων G των δύο ερωτοτροπούντων, μπορούν να μεταφέρονται μικρότερες ποσότητες της βιταμίνης, απ' ότι δια στόματος).

Μακροχρόνια έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζει συμπτώματα όπως, άσπρισμα μαλλιών και τριχόπτωση, νευρωτικούς σπασμούς, τραύλισμα, εκνευρισμό κ.α. Συνώνυμο της έλλειψης βιταμίνης G: η αγαμία.

Η μερική έλλειψη βιταμίνης G εμφανίζεται όταν η σεξουαλική πράξη καταντά ανιαρή, καθότι ο παρτενέρ του πλήττοντος δεν ανταποκρίνεται στη φαντασία του και στις ανάγκες του και τον αφήνει να τα κάνει όλα μόνος του και κουράζεται, επομένως δεν αφομοιώνει ο οργανισμός σωστά τη βιταμίνη.

  1. - Φίλε, κάτι πρέπει να κάνουμε φέτος, έφτασα 35 και ακόμα προσπαθώ να ρίξω κανένα πιτσιρίκι, αλλά με ζορίζουνε, δεν μου κάθονται εύκολα, θέλουν χρόνο [κουλουπού]...

  2. - Φίλε, κάνε κάτι διότι έχεις έλλειψη βιταμίνης G και αυτό φαίνεται στη συμπεριφορά σου... Έχει αγριέψει το πρόσωπό σου. Κυνήγα καμιά θεία, που δεν θα σε δυσκολέψει και θα έχει και τις ίδιες απαιτήσεις με σένα, μπας και εξομαλυνθεί η λειτουργία του οργανισμού σου και ηρεμήσεις λίγο...

Προσαρμόζοντας το β παράδειγμα// Φίλε Γρηγόρη, έχεις έλλειψη βιταμίνης G , έχει αγριέψει το πρόσωπο σου... (από GATZMAN, 13/09/10)(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδεμία σχέση έχει αυτή η λέξη με την έλλειψη φυσικής και πνευματικής παρουσίας ή την απουσία κατά τη σχολική περίοδο!

Η λέξη προέρχεται από την μετάφραση του αιδοίου στην Αγγλική, ήτοι pussy, συνοδεύεται δε από το «α» στερητικό και λαμβάνει την κατάληξη -ία για να αποτελέσει λέξη της ελληνικής. Τουτέστιν, η λέξη στην αρχική της μορφή έχει ως εξής: α-pussy-ία.

Χρησιμοποιείται ευρύτατα μεταξύ επί πολλά έτη μοναχικών ανδρών, οι οποίοι απορούν για τη μοναξιά τους και, εν ώρα ακατάσχετης φραπεδοποσίας και αερολογίας, οικτηρούν τους εαυτούς τους για την μπακουροσύνη τους.

Αγησίλαος: «Ααααχχχ... μα δια το όνομα του υψίστου, πρέπει να οργανωθούμεν επί του καμακικού τομέα, τόση απουσία δεν αντέχεται!»

Θερσίτης: «Ουκ ουδέν λέγεις φίλτατε! (μτφ: δε λες τίποτα κολλητέ!)»

Το αντίθετο της απουσίας: H Pussy Galore και οι ιπτάμενες βοηθοί της (από Vrastaman, 15/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified