Χρησιμοποιείται δίκην γεωλογικού όρου για να ονομάσει μια περιοχή γυναικείου κορμιού, ήτοι το στέρνο και τα στήθη μιας γυναίκας με χαμηλή έως μηδενική βυζοδυναμική, δηλαδή μιας πλακοβύζας. Για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο πρέπει το γεωλογικό ανάγλυφο της εν λόγω απλώστρας να είναι σχεδόν μηδενικό, με λίγα λόγια σανίδα. Σε διαφορετική περίπτωση χρησιμοποιούμε άλλους γεωλογικούς όρους, όπως βυζοχαράδρα, βυζοφαράγγι κ.τ.ό.

Για να μην αδικήσουμε, ωστόσο, την τοιαύτη βυζόπλακα, να πούμε ότι ακόμη και πέρα από την χρησιμότητά της ως σιδερώστρας, στην οποία μπορεί να μην προβούμε για ανθρωπιστικούς λόγους, ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον αν συνοδεύεται γενικά από μοντελέ ανορεξικό κορμί δι' ελέου και φόβου περαινόμενον. Εξάλλου, οι τεκτονικές πλάκες δεν αποκλείεται να προκαλέσουν στο μέλλον κάποιον βυζούβιο, είτε φυσικώς, είτε με ανθρώπινη παρέμβαση.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: Την λέξη την έχω ακούσει με αυτήν την σημασία προφορικά δύο διαφορετικές φορές. Στον γούγλη την βρήκα μόνο με την σημασία ότι κάποιος παθαίνει πλάκα από φοβερούς (μάλλον μεγάλους) βύζους (3ο παράδειγμα).

  1. - Απορώ και πώς στέκεται το τοπάκι στην βυζόπλακά της.

  2. - Πέρασα με χάδια την βυζόπλακά της και μετά καύλωσα όταν άγγιξα τις διαγραφόμενες πλευρές της. Κορίτσι της Μπιάφρας από τα λίγα!

  3. Θέμα: Βυζοπούλες γειτόνισσες.
    - Στα Mc Donalds, τωρα, παίρνει παραγγελίες στο drive thru.. Θα πάθετε τεράστια ΒΥΖΟΠΛΑΚΑ!!!
    - [...] Δυστυχώς απογοητεύτηκα. Πέτυχα την «βυζαρού» με τα «τεράστια» στο McDrive. Πρόκειται για παχουλοκομψή νεαρά, καμιά 80αριά κιλά, ατσούμπαλη με βυζιά ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ άνω του 4... Το χειρότερο ήταν ότι είχε φάτσα σαν του Τάσου του Κουνέλη από την εκπομπή της Μπεκατώρου. Κρίμα και είχα φτιαχτεί ότι θα δω νέα περίπτωση μεγαλομαστίας... Τσάμπα κόπος... Mου βγήκε ξινό και το Mc Veggie! (Εδώ).

(από Khan, 25/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπληρωματικά προς τον ήδη υπάρχοντα ορισμό, παραθέτω και τις εξής χρήσεις:

  1. ήπια εκδοχή του «άντε γαμήσου, οπότε και δύναται να ακολουθηθεί από το «να μεγαλώσουν».
  2. δηλωτικό ακραίας εκπλήξεως.
  1. - Χτες βράδυ πήδηξα την Αντζελίνα Τζολί.
    - Άε τράβα τα βυζιά σου να μεγαλώσουνε ρε φιδέμπορα.

  2. -... και όπως περίμενα να αρχίσει η προβολή του Αντρέι Ρουμπλιώφ, σκάει στην αίθουσα ο Νομάρχης. Τράβαγα τα βυζιά μου, σου λέω.

Andrey Tarkovskiy, Andrey Rublyov. (από patsis, 02/01/12)Τραβήξτε τα βυζιά σας τώρα. (από patsis, 02/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified