Έτσι αποκαλούν οι Αργείτες τους Ναυπλιώτες διότι έπλεναν τους πισινούς τους (και όχι μόνον) σε τούρκικα λουτρά. Ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών χαρακτηρισμών τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

- Οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρομιάρηδες τους «Φράγκους» για μερικούς λόγους, εκ των οποίων οικυριότεροι ήταν, το ότι έτρωγαν χοιρινό και το ότι δεν καθάριζαν τον κώλο τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Το περσικό παρατσούκλι για τους «Φράγκους» γενικά είναι (kun nashu)· κυριολεκτικά «αυτός που δεν πλένει τον κώλο του», δηλαδή ο «μη κωλοπλένης». Οι Aργείτες αποκαλούσαν «κωλοπλένηδες» τους Ναυπλιώτες, λόγω του ότι επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά. (εδώ)

Απομεινάρια Τουρκικού λουτρού στο Νάυπλιο Ceci n'est pas un καλά πλυμένος κώλος

- Yπάρχουν κάποιοι κωλοπλένηδες που ζούν ανάμεσά μας, που λές και ζούνε σε άλλο σύμπαν, λές και είναι κλεισμένοι στο μικρόκοσμό τους, λες και δεν ακούν και δεν διαβάζουν πλέον τίποτα για το τόπο τους, και διατυπώνουν τις πιο παράλογες και ανεπίκαιρες απαιτήσεις. Σαν το κύριο ανώνυμο ιθαγενή που έστειλε επιστολή σε τοπικό μπλόγκ της Αργολίδος τις προάλλες, διαμαρτυρόμενος για... (εκεί)

Πέον να σημειωθεί ότι υπάρχουν κι άλλες Π.Ο.Π. (Παπαρολογίες Ονομασίας Προέλευσης) εις βάρος όσων επιμελούνται τις ευαίσθητες περιοχές τους (πιχί παστρικιά). Αντιγράφω κείμενο του τιτανοτεραστίου aias.ath:

Ὡς πρὸς τὴν καθαριότητα: Στὴ Σμύρνη οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν μὲ εὐμάρεια, καὶ εἶχαν ἐπίπεδο παρόμοιο μὲ τὸ εὐρωπακὸ τῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ μὲ χαμάμια, νὰ φᾶνε κι οἱ κόττες. Στὴν Ἑλλάδα τότε δὲν εἴχαμε λουτρὸ μέσα στὸ σπίτι· καὶ τὰ δημόσια ἦσαν σπανία ἐξαίρεσις. Ὁ παπποῦς μου ἔφτειαξε λουτρὸ στὸ καινούργιο του σπίτι τῷ 1928, καὶ ἀντιμετώπισε σχόλια τοῦ τύπου «ἀχρείαστο νὰ εἶναι», ἀλλὰ καὶ κακοήθη τοιαῦτα, τοῦ τύπου «κύριε Γιῶργο μου, δὲν εἶναι σωστό· ἔχεις καὶ κορίτσι πρᾶμα» δλδ μὴ σοῦ ποῦνε τὴν κόρη παστρικιά. Φυσικά, βρομιαραῖοι ὑπῆρχαν καὶ θὰ ὑπάρχουν παντοῦ καὶ πάντα, καὶ στὴ Σμύρνη.

Πηγή: εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αιμορροΐδα (στα πελοποννησιακά ιδιώματα), άλλως ζοχάδα.

  2. Η τσαντίλα, ο μεγάλος εκνευρισμός.

Παράγωγα: τζοχαδιάζομαι, τζοχάδας /-α, τζοχαδιακός /-ιά

  1. Πάλι τζοχαδιάστηκες με το τίποτα, ρε ηλίθιε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified