Further tags

Πρόκειται για την εξελιγμένη εκδοχή της κοπέλας-κομοδίνο, η οποία πέραν του κατά τας γραφάς πατροπαράδοτου χαρακτηριστικού της ως ιδανικού τόπου εναπόθεσης φιάλης μπύρας κατά τη διάρκεια πεολειχείας σε όρθια στάση ενώ ο σύντροφός της παρακολουθεί ποδόσφαιρο, μπορεί προ της ενάρξεως της πεολειχείας ή κατά τη διάρκεια αυτής να αποσφραγίσει την φιάλη μπύρας απομακρύνοντας το καπάκι αυτής με τα προτεταμένα και χαρακτηριστικά μεγάλα μπροστινά πάνω δόντια της, καθιστώντας την ενασχόληση του ερωτικού της συντρόφου και με αυτήν την κρίσιμη λεπτομέρεια παντελώς περιττή.

- Ρε Μάκη γιατί δεν ήλθες χτες να δούμε τον ΠΑΟΚ στον καφενέ; Δεν τό 'δες το ματς;
- Πώς δεν τό 'δα ρε... Με το Ριτσάκι...
- Καλά ακόμα με αυτό το κομοδινοκούνελο τραβιέσαι;
- Έεε ανάγκης ένεκα... Βολεύει άμα έχει μπάλα στην τηλεόραση αφού...

Χάρη στον ορισμό του Άθενζ κατάλαβα για πρώτη φορά γιατί ο Ρακιντζής απειλούσε την γκόμενά του ότι θα την παρατούσε αν έφτιαχνε τα κουνελίσια δόντια της. (από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.

Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολική καύλα που αρνείται να υποχωρήσει... (ακόμα και όταν προσπαθείς να κατουρήσεις )

Χρησιμοποιείται αστεία ως χαρακτηρισμός προσώπων που προκαλούν έντονη σεξουαλική όρεξη.

Καλά γνώρισα μια γκόμενα χθες... Τι καύλα ήταν αυτή!
Κατουρόκαυλα!... τι να σου λέω..

(από Khan, 09/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα γνωστά σε όλους μας ιαπωνέζικα καρτούν πορνό. Χρησιμοποιείται για γκόμενες που μικροδείχνουν και είναι γλυκές και ντροπαλές ενώ παράλληλα είναι σκέτη καύλα. Στα ιαπωνέζικα σημαίνει ανωμαλία.

Μαλάκα Γιώργο, πολύ χεντάι αυτή η Καμέλα.

(από Hank, 16/05/09)(από Jonas, 25/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.

-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία ωραίων γυναικών (γιατί για τις άσχημες ποιος νοιάζεται) που έχουν μερικά απτά χαρακτηριστικά παραδοσιακών αγγλικών φορ. Η κατηγορία αυτή με άλλα λόγια αναφέρεται σε ψηλά δυνατά παιδιά ανίκητα στο ψηλό παιχνίδι. Ασφαλώς, μια κοπέλα για να χαρακτηριστεί αγγλικό φορ πρέπει να ξεπερνά το 1,73 και να 'ναι περήφανη σαν άτι, να πατά και να τρέμουν τα πεζοδρόμια ή κατι παρόμοιο.

- Αυτή είναι γυναίκα ρε Σάββα, αγγλικό φορ... Όχι σαν την πρώην σου τον Σουγκλάκο...

Συνώνυμο: άλογο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τρομερή γκόμενα με μεγάλα στήθη.

Η Δανάη είναι λος τουμπανέιρος!! Αν τη δεις στην παραλία θα πάθεις πλάκα!!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο έχων πολύ μικρό / λεπτό πέος.

- Άσε μαλάκα Μπάμπη, βαράγαμε μια ομαδική με τα παιδιά το Σαββάτο και ο Τάκης είχε πολύ λεπτό πούτσο, σχεδόν τσιγάρο!
- Σώπα ρε μαλάκα, δεν τον είχα για κατσαβιδοψώλη τον Τάκη...

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που δεν έχει απλώς μεγάλο στήθος αλλά παραπέμπει με το ντύσιμό της σε σεξουαλικές φαντασιώσεις επ' αυτού.

- Μια ζωή ο Χάρης πρέπει να κυκλοφορεί με μια βυζού!
- Εμ πώς αλλιώς να τον προσέξουν...

Δεν ξέρω να μαγειρεύω.  (από Galadriel, 16/02/09)(από electron, 23/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει πλούσιο στήθος αλλά δεν είναι απαραιτήτως προκλητική, όμορφη ή νέα γυναίκα.

- Ποτέ δεν μου άρεσαν οι βυζαρούδες, λες να έχω πρόβλημα;

λύση στο πρόβλημα (από xalikoutis, 31/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified