Further tags

Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.

Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.

Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα η οποία συλλέγει οτιδήποτε βρίσκεται σε όρθια στάση, κυρίως πούτσες, ανεξαρτήτως σχήματος, μεγέθους και χρώματος. Κάτι σαν φιλοτελιστής.

-Μαρία πόσες πούτσες μάζεψες σήμερα;
-Μόνο μία, ήμουν ντεφορμέ! Εσύ;
-5!!!
-Ο Χριστός κι η μάνα του, εσύ είσαι επαγγελματίας πουτσομαζώχτρα!
-Ναι είμαι, η Professional.

Βλ. και πουτσαρπάχτρα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που όλο λέει ότι πηδάει και δεν το κάνει ποτέ.

Όλο για γκόμενες λέει αυτός ότι πηδάει συνεχώς, αλλά μην τον πιστεύεις, ανεμογάμης είναι.

Σύγκρινε με ανεμογάμης στο cySlang.com.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο: καραπουταναριό
Ο κλασικός πλέον ορισμός που κατά κοινή ομολογία κάνει την «τσαπού» να αναστενάζει.

-Καλά ρε μαλάκα, αυτό το γκομενάκι από τότε που το είδα δεν μπορώ να ξεκολλήσω το μυαλό μου.
-Φιλαράκι δεν θέλω να σε χαλάσω, αλλά είναι μεγάλη καριολοτσιμπουκογλείφτρα. Προχτές πηδιόταν με τον Τάδε και χθες την πετύχαμε στα μπουζούκια να γλύφεται με τον Τάδε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο πέος. Μτφ: ο μαλάκας.

- Πήρες τον Παναγιώτη να 'ρθει;
- Δεν θα 'ρθει ο ψωλιόγκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.

Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως μουνί της λάσπης.

Πού πας ντυμένος έτσι ρε μουνί της λάσπης; Ουστ!

βλ. και χριστιανοσλάνγκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειρωνικά εννοούμε την κοπέλα που το πάιζει σεμνή και ηθική, αλλά στην πραγματικότητα έχει κάνει τα πάντα στο σεξ...

-Ο Θανάσης τα έφτιαξε με την Γεωργία και νομίζει οτι θα είναι ο πρώτος της όταν κάνουν σεξ. -Ρε το θύμα, του το έπαιξε χαμηλοβλεπούσα η Γεωργία και νομίζει οτι βρήκε τη πριγκήπισσα! Πού να ήξερε ο καημένος με πόσους έχει πάει αυτή!

Got a better definition? Add it!

Published

Κατηγορία ωραίων γυναικών (γιατί για τις άσχημες ποιος νοιάζεται) που έχουν μερικά απτά χαρακτηριστικά παραδοσιακών αγγλικών φορ. Η κατηγορία αυτή με άλλα λόγια αναφέρεται σε ψηλά δυνατά παιδιά ανίκητα στο ψηλό παιχνίδι. Ασφαλώς, μια κοπέλα για να χαρακτηριστεί αγγλικό φορ πρέπει να ξεπερνά το 1,73 και να 'ναι περήφανη σαν άτι, να πατά και να τρέμουν τα πεζοδρόμια ή κατι παρόμοιο.

- Αυτή είναι γυναίκα ρε Σάββα, αγγλικό φορ... Όχι σαν την πρώην σου τον Σουγκλάκο...

Συνώνυμο: άλογο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατηγορία γυναικών που συγκεντρώνει μία χαρακτηριστικών φορ τύπου μπουκαδόρου και ασφαλώς δεν συμπεριλαμβανεται η φαλάκρα του Σαλπιγγίδη. Οι μπουκαδόροι είναι κοπελίτσες μέχρι 1.65 που κερδίζουν εύκολα την κερκίδα (καλές χρυσές γλυκές γουτσου γουτσου) που είναι γυμνασμένες σχετικά γιατί έκαναν από μικρές κάτι (μπαλέτο χορό τέννις)... Συνήθως το μπούστο τους με λίγο κλεραζίλ εξαφανίζεται εντελώς, αλλά μας αποζημιώνουν με τον κώλο τους που βρίσκεται πάντα σε άριστη κατάσταση. Σήμα κατατεθέν μια διακριτική στρογγυλάδα στη γάμπα που πρέπει να διαχωριστεί απ' την γυναικεία ποντιακή σχεδόν παλαιστή γάμπα.

-Τι ωραία κοπελίτσα ρε μαλάκα; Την άβυζη την τάπα;
-Μπορεί να μην έχει βυζιά, αλλά ο κώλος κατηγορία νανοσεκόντ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified