Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...
- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...
Την έκφραση «κούκου» την χρησιμοποιούμε για να προσδιορίσουμε την ικανότητα, ή μη, στύσης ενός άντρα... Συνήθως την χρησιμοποιούμε με την αρνητική της έννοια...
- Άσε, ο Νίκος έχει πρόβλημα. Δεν του κάνει «κούκου» τώρα τελευταία...
Got a better definition? Add it!
Ο ορισμός ανδρών οι οποίοι έχουν σαν αποκλειστικό στόχο να βρίσκουν κοπέλλες χωρίς να τους ενδιαφέρει αν αυτές είναι όμορφες ή έχουν ωραίο σώμα. Με αυτό το δεδομένο οι κοπέλλες που βρίσκουν είναι συνήθως πατσαβούρες.
- Χτύπησα γκομενάκι στο μπαρ, το παίρνω και φεύγω
- Χάλια είναι ρε φίλε, πάλι θα πατσαβουριάσεις;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σαν υπονοούμενο για τα οπίσθια κυρίως των γυναικών. Ορίζει παράλληλα ότι τα οπίσθια έχουν τέλειο σχήμα και στέκονται σαφώς «ψηλά».
Δύο φίλοι περπατώντας στον δρόμο έχουν μπροστά τους μια όμορφη κυρία. Σχολιάζοντας τα οπίσθιά της λένε:
- Τι κάπούλια είναι αυτά αδελφέ μου ...
- Σαν αλόγου κούρσας.
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα. Από το χύσι + αμολάω.
Εκεί που παρακολουθούσαμε με αγωνία τον Πήτερ Νορθ να εκτοξεύει τα χυσαμόλια του στο υπερπέραν, άνοιξε η πόρτα και μπήκαν οι γονείς μου που είχαν γυρίσει νωρίτερα...
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Το σπέρμα.
.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Έχω οργασμό.
Μπράβο. Συγχαρητήρια. Το ζήτημα είναι τί οργασμό έχεις. Διότι υπάρχουν πολλά είδη. Ιδού μια μικρή επιλογή από το Διαδίκτυο.
Βλέπε άνωθι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φιλάκια.
Λέξη που πρέπει να χρησιμοποιείται αποκλειστικά από μαμάδες προς παιδάκια - άντε μέχρι τριών χρονών.
Οποιαδήποτε άλλη χρήση πρέπει να αποφεύγεται.
Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σ' ένα τρυφερό είναι δείγμα προχωρημένου γουτσισμού. Τον οποίον γουτσισμό κάθε υγιώς σκεπτόμενος άνθρωπος οφείλει να αποκηρύξει. Μετά βδελυγμίας.
Η χρήση μεταξύ ενηλίκων σε ερωτικές στιγμές είτε είναι απλώς σαχλή είτε, στα σωστά χείλη (με πιάνεις;) μπορεί να γίνει και πολύ πρόστυχη.
Αχ παιδάκι μου, χτύπησες το δαχτυλάκι σου; Η μαμά θα το κάνει μάκια να περάσει.
Από το τραγούδι 'Μάκια μάκια' (στίχοι: Γ. Γιαννακόπουλος, μουσική: Τ. Μωράκης, πρώτη εκτέλεση Άννα Φόνσου - oh, yes)
Έλα φίλα με κι εσύ
Η ντροπή μισή μισή
Μάκια μάκια μάκια μάκια
Στα χεράκια στα λαιμάκια
Μάκια μάκια μάκια μάκια
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπάρα (πέος). Αυτός που αρέσκεται στην παραφύση ασέλγεια. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τον ενεργητικό ετερόφυλο ή ομοφυλόφιλο λάτρη του πρωκτικού σεξ αλλά και για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.
Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπαρ. Σπανιότερα ως κωλομπαράς χαρακτηρίζεται ο θαμώνας του κωλόμπαρου.
- Για πες ρε Γιάννη ποια είναι η αγαπημένη σου στάση.
- Το πρωκτικό.
- Α κι εσύ κωλομπαράς είσαι;
Ο Γιάννης όλο comfusio είναι. Σταθερός κωλομπαράς.
Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλόμπα, κολομπαράς
Για τη δεύτερη σημασία, δες και κονσομίστας.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει την προσδοκία και την έντονη επιθυμία να συνουσιαστεί με ομόφυλό του.
- Τον ξέρεις τον Αριστείδη;
- Ναι τον ξέρω, την πέφτει πολύ επίμονα στο Χρήστο. Μιλάμε για μεγάλο καψοκώλη.
Got a better definition? Add it!
Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.
προφανές!
Got a better definition? Add it!