Further tags

Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.

Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.

  1. «-Παπαδιά μου στραβομούνα τι ’ν’ αυτό πο ’χεις αμπρός σου;/ -Είν’ το τρίχινο σακούλι που το προσκυνούνε ούλοι./ -Παπαδιά μου στραβομούνα τι μου δίνεις να στο σιάξω;/ -Μπέτσια τρία και την ευκή μου να μου σιάξεις το μουνί μου». (Εδώ).
  2. Συμπεράσματα εκ της φωτογραφίας
  3. Είναι ένα νυσταλέο μπάζο
  4. ..και άσχημη στραβοδόντα, λέμε
  5. Από τις πολλές φωτοτυπίες παραμάσκαλα της έμειναν τα μελάνια αμανάτι.
  6. Το ξυρίζει
  7. Είναι στραβομούνα, τουλάχιστον 5 πόντους όρτσα
  8. Μπήγει βαθιά τον αντίχειρα στην κοιλιά έτσι για πλάκα (Τρολ-ακτικό).
  9. Όχι, σαν την Τέτα που μου τον έγλειφε (όπως μου τον έγλειφε τέλος πάντων η στραβομούνα) και μετά από ένα λεπτό (το πολύ) κουραζόταν λέει!
  10. Η άλλη η ξινίλω του λέει, μα θα το κάνεις?? Αύριο θα πάω να το πάρω το διαβατήριο, και αφού το έχω στα χέρια μου θα μιλήσω στο μέσο να μιλήσει στο διοικητή να τη βγάλουν τη κάργια από πόστο που συναναστρέφεται με ανθρώπους γιατί προφανώς όταν γεννήθηκε την πετάξανε σε στάβλο μαζί με άλλα ζώα και δε ξέρει πως να φερθεί, η στραβομούνα. Α το άλλο ξέχασα. Βλέπει η ξανθαγάμητη την αναβολή του Στρατού και με ύφος με ρωτάει αααααα γιατίιιιιι? Γιατί έτσι της λέω! Με σκουντάει η μάνα μου, σπουδάζει καλέ το παιδί, λέει. Α μάααααλιστα, φοιτητής, λέει πάλι με ύφος αυτή. Τη γαμάς από εκεί που δεν κάνει τώρα ή όχι! Μα με συγχωρείτε πολύ, εγώ δε βρίζω (χαχαχα) αλλά δε γίνεται θέλω να τη δείρω με την κακιά έννοια. Εν τω μεταξύ αυτά που λέω θεωρούνται εξύβριση κατά της Αρχής? Χαχαχαχα (Αμερικλάνος).

Got a better definition? Add it!

Published

Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.

Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".

Got a better definition? Add it!

Published

Το πατοστούμπι, είναι η αρχαιοκατωαχαγιώτικη μετάφραση της αγγλικής λέξης butt plug, που αναφέρεται σε εκείνο το σεξουαλικό παιχνίδι που είναι σχεδιασμένο να εισέρχεται στο κόλον ή αλλιώς στον πάτο.

-Το πατοστούμπι μη ξεχάσεις να φέρεις.

- Δυστυχώς έλιωσε λόγω ζέστης και τώρα δεν στουμπώνει.


Παράδειγμα κοινού πατοστουμπίου

Got a better definition? Add it!

Published

Το αιδοίο.

Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!

από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.

Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.

- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.

<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>

Got a better definition? Add it!

Published

Μια λέξη που ήρθε από την Άπω-Ανατολή με τους ναυτικούς.

Σημαίνει εκεί την προϊσταμένη, μαντάμα, πατρόνα οίκου ανοχής (μπουρδέλου), κωλόμπαρου κλπ με περισσότερες από μία κοπέλες. Κατά τα λεξικά, (Βίκη, Urban, Oxford κ.ά.π.) προήλθε από τους Αμερικάνους στρατιώτες στην Ιαπωνία μετά τον Β΄ΠΠ παντρεύοντας το mama- με το Ιαπωνικό τιμητικό επίθεμα -san για να γίνει mama-san και από κει να εξαπλωθεί σε όλη την Ανατολική Ασία (όπου είχε λιμάνια και στρατόπεδα).

Η μαμασά μπορεί να εκδίδεται, μπορεί και όχι. Μπορεί να περιορίζεται σε κονσομασιόν (πολύ ακριβά πληρωμένη). Στην Ταϊλάνδη, το λειτούργημα μπορεί να το εξασκεί και ladyboy.

Στο Βιετνάμ σήμαινε και τις γυναίκες που έπαιρναν τα άπλυτα των στρατιωτών.

Αλλού τις οικιακές βοηθούς.

Σε περιοχές με ναυτικούς (υβριστικά) και όποια μεσήλικη θέλει να κάνει κουμάντα - ιδίως εκεί που δεν την σπέρνουν-.

Σήμερα υπάρχουν εστιατόρια Mama-san με εξωτικά απω-ανατολίτικα φαγητά με «μαμαδίστικη» φροντίδα και βραβεία κλπ κλπ . O tempora O mores!

- Είπαμε να τις πάρουμε και να πάμε σε κάνα ξενοδοχείο και πετιέται η μαμασά και λέει «Όχι! Θα πάρετε άλλα δυό μπουκάλια ουίσκι και μετά θα πάτε στο ξενοδοχείο απέναντι».

- Και τι κάνατε;

- Τι άλλο να κάνουμε; Τσαμπουκάδες στη μαμασά; Θες να σε βρούνε -αν σε βρούνε κιόλας- το πρωί στο χαντάκι να βόσκουνε οι σκύλοι τ’ άντερά σου;

σλανγκασίστ Donmhtsos

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.

Ίσα μωρή λαρύγγω, θα πνιγείς απ' το στριγκάκι σου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified