Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Χρησιμοποιείται ως υπερβολή για να δηλώσει ότι κάποιος/α είναι κοπέλα τελειωμένη. Σύγκρινε με το γυαλίζει το πόμολο, έκλασα πόμολα, τρώω και τα πόμολα.
Μέχρι και τα πόμολα έχει τσιμπουκώσει για να φτάσει εκεί που έχει φτάσει επαγγελματικά.
Got a better definition? Add it!
Αυτή που (υποτίθεται ότι) έχει στραβό αιδοίο και μεταφορικά αυτή που έχει στραβό χαρακτήρα κυρίως ως προς τα έμφυλα χαρακτηριστικά, δεν ξέρει πώς να φερθεί, είναι ξινή στο σεξ και όχι μόνο.
Got a better definition? Add it!
Μην μπερδεύεστε. Το λήμμα δεν αποτελεί ούτε προσταγή, ούτε προτροπή. Είναι επιθετικός προσδιορισμός που χαρακτηρίζει περιφραστικά μια γυναίκα θελκτική, παθιάρα, με ωραίες αναλογίες και καμπύλες, με σαγηνευτικό ντύσιμο και βλέμμα, έναν κόμματο, μια μουνάρα, μια θεογκόμενα και πάει λέγοντας.
Ο αφηγητής στην αντροπαρέα: -Κι εκεί που καθόμαστε στο καφέ, σκάει η Σούλα μαζί με την ξαδέλφη της απ το χωριό, που ήρθε να την δει στην Αθήνα. Μια γκόμενα, μα τι γκόμενα ?! :"μαζευτείτε να την παίξουμε".
Got a better definition? Add it!
Το πατοστούμπι, είναι η αρχαιοκατωαχαγιώτικη μετάφραση της αγγλικής λέξης butt plug, που αναφέρεται σε εκείνο το σεξουαλικό παιχνίδι που είναι σχεδιασμένο να εισέρχεται στο κόλον ή αλλιώς στον πάτο.
-Το πατοστούμπι μη ξεχάσεις να φέρεις.
- Δυστυχώς έλιωσε λόγω ζέστης και τώρα δεν στουμπώνει.
Got a better definition? Add it!
Το αιδοίο.
Ο Μήτσος είπε στον άλλον «της μάνας σου το πρικιδώνι». Φαγώθηκε ο άλλος να μάθει τι σημαίνει πρικιδώνι. Σιγά μην το έμαθε!
από εδώ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.
Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!
Got a better definition? Add it!
Published
Ο γκέι άνδρας, συνώνυμο του τρύπιος.
- Πως είναι η κατάσταση στο γραφείο; - Άστα μαν, 3/5 είναι τρυπάτοι.
Got a better definition? Add it!
Όταν η γυναίκα που έχει καιρό να γευτεί παγωτό, κάνει απεγνωσμένα ότι και αν της ζητήσουν τα αρσενικά που έχει μπροστά της μπας και πέσει κάποιο στην παγίδα και της ρίξει ένα ευχαριστήριο.
<<Μάλιστα κύριε Παπαδόπουλε, βεβαίως και θα ρίξουμε τις τιμές για σας και μόνο.>>
<<Άκου ρε την γελοία, πάλι πιπεύει ότι βρει μπροστά της.>>
Got a better definition? Add it!
Μια λέξη που ήρθε από την Άπω-Ανατολή με τους ναυτικούς.
Σημαίνει εκεί την προϊσταμένη, μαντάμα, πατρόνα οίκου ανοχής (μπουρδέλου), κωλόμπαρου κλπ με περισσότερες από μία κοπέλες. Κατά τα λεξικά, (Βίκη, Urban, Oxford κ.ά.π.) προήλθε από τους Αμερικάνους στρατιώτες στην Ιαπωνία μετά τον Β΄ΠΠ παντρεύοντας το mama- με το Ιαπωνικό τιμητικό επίθεμα -san για να γίνει mama-san και από κει να εξαπλωθεί σε όλη την Ανατολική Ασία (όπου είχε λιμάνια και στρατόπεδα).
Η μαμασά μπορεί να εκδίδεται, μπορεί και όχι. Μπορεί να περιορίζεται σε κονσομασιόν (πολύ ακριβά πληρωμένη). Στην Ταϊλάνδη, το λειτούργημα μπορεί να το εξασκεί και ladyboy.
Στο Βιετνάμ σήμαινε και τις γυναίκες που έπαιρναν τα άπλυτα των στρατιωτών.
Αλλού τις οικιακές βοηθούς.
Σε περιοχές με ναυτικούς (υβριστικά) και όποια μεσήλικη θέλει να κάνει κουμάντα - ιδίως εκεί που δεν την σπέρνουν-.
Σήμερα υπάρχουν εστιατόρια Mama-san με εξωτικά απω-ανατολίτικα φαγητά με «μαμαδίστικη» φροντίδα και βραβεία κλπ κλπ . O tempora O mores!
- Είπαμε να τις πάρουμε και να πάμε σε κάνα ξενοδοχείο και πετιέται η μαμασά και λέει «Όχι! Θα πάρετε άλλα δυό μπουκάλια ουίσκι και μετά θα πάτε στο ξενοδοχείο απέναντι».
- Και τι κάνατε;
- Τι άλλο να κάνουμε; Τσαμπουκάδες στη μαμασά; Θες να σε βρούνε -αν σε βρούνε κιόλας- το πρωί στο χαντάκι να βόσκουνε οι σκύλοι τ’ άντερά σου;
σλανγκασίστ Donmhtsos
Got a better definition? Add it!
Μειωτικά, αυτός/ή που κάνει πεολειχία μέχρι να ξελαρυγγιαστεί, η τσιμπουκλού.
Got a better definition? Add it!