Selected tags

Further tags

Χύμα κατάσταση, χαοτικές συνθήκες, υπηρεσίες, ή μέρη όπου ο καθένας κάνει ό,τι του γουστάρει με αποτέλεσμα να μην λειτουργεί τίποτα.

- Γαμώτο, έχασα την εκπομπή που ήθελα να δω...
- Δεν είχες δει το πρόγραμμα;
- Το είχα δει αλλά φαίνεται πως τελικά έδειξαν άλλα.
- Ε καλά, δεν τα ξέρεις τα κανάλια; Καραπουτσαριό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων χύσι (σπέρμα) και μάπα (πρόσωπο). Σημαίνει την εκσπερμάτωση στο πρόσωπο.

Μου έκανε στοματικό η δική μου χτές και δεν ήθελε να τελειώσω στο στόμα της, τι να κάνω και γω, την άρχισα στα χυσομαπίδια και την έκανα χάλια!

Έργο της Linnea Strid. (από Khan, 14/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που δεν έχει δυνατότητα να τεκνοποιήσει.

- Τα έμαθες για τον Γιάννη; Εδώ και 3 μήνες προσπαθεί να κάνει παιδί με τη γυναίκα του αλλα εκείνη δεν μπορεί με τίποτα να συλλάβει. - Εχει δηλαδή πρόβλημα η Μαρία;
- Όχι ρε, ο Γιάννης είναι άσφαιρος, πήγε στο γιατρό και έκανε εξατάσεις και το έμαθε...

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορικά εννοείται το αιδοίο του οποίου το βάθος δεν μπορεί να μετρηθεί. Αφορά γυναίκες που έχουν χάσει το μέτρημα με πόσους έχουν κάνει σεξ και συνεπώς το αιδοίο τους έχει γίνει πέρασμα για τον καθένα και δεν νιώθουν τίποτα όταν το κάνουν.

-Έκανα χτες σεξ με την Σούλα, αλλά ρε παιδί μου αυτή ούτε λέξη δεν έβγαλε. Σα να μην υπήρχε! -Αφού την έχει πάρει όλη η Αθήνα αυτή τι να καταλάβει; Α ρε καημένε, σε κατάπιε η άβυσσος.

Got a better definition? Add it!

Published

Η γυναίκα που είναι φτιαγμένη για να κάνει σεξ διαρκώς καθώς δεν το χορταίνει ποτέ. Η νυμφομανής.

- Θα βγω απόψε με την Κάτια, λες να καταφέρω να κάνω κάτι μαζί της; - Είσαι σοβαρός; Η κοπέλα είναι πουτσόδουλη! Θα περάσεις πολύ καλά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται κυρίως σε πορνοταινίες (χωρίς αυτό να αποκλείει και αληθινά περιστατικά - μακριά από μας) και είναι τεχνική όπου η γυναίκα κάνει ταυτόχρονο στοματικό σεξ σε 2 άντρες.

- Είχε χτες μια τσόντα με μαύρους στο συνδρομητικό, άστα να πάνε. Ήταν μια και τους είχε τρελάνει στα διτσίμπουκα!

βλ. και δίμπουρο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστείος προσδιορισμός για το πέος. Χρησιμοποιείται σε υπονοούμενα για στοματικό σεξ.

-Βγήκα χτες με την Ελένη. -Ποια ρε αυτή τη σνομπ που καπνίζει μόνο ακριβές μάρκες τσιγάρων;
-Ναι, αλλά χτες κάπνισε και πούρο με φλέβα!

Συνώνυμο: πούρο φλεβάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προφυλακτικό.

- Θα πάω στο club απόψε, ελπίζω να βρω καμιά γκόμενα να κάνω παιχνίδι...
- Μην ξεχάσεις να πάρεις και μπαλονάκια μαζί σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σεξ.

- Βγήκα χτες με τη Μαριάννα. - Και; Φίκι-φίκι έπεσε;

και επιδόρπιο φυρίκι... (από MXΣ, 06/07/11)Φίκι-Φίκι, Άουα-Άουα! (από MXΣ, 06/07/11)Μόνο 10? Τζάμπα πράμα! (από MXΣ, 06/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν υπονοούμενο εννοείται το ανδρικό μόριο, μεγάλου μεγέθους και καλών επιδόσεων.

- Και που λες, ήμουν έξω με τη κοπέλα που γνώρισα στο μπαρ και πάμε στο αμάξι μετά και βγάζω έξω το εργαλείο και με αρχίζει στα κλαρίνα...
- Άσε μας ρε παραμυθά με τα μούσια σου!

Για του λόγου το αληθές... (από Hank, 28/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified