Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).
Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.
- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.
Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).
Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.
- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.
Δες και φουνταριστός.
Got a better definition? Add it!
Σουβλάκι γκατζολίας.
Όταν ήμουνα φαντάρος στην γκατζολία, είχα γαμηθεί στις γκατζολόπιτες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το όπλο (συνήθως το G3 για τους απλούς φαντάρους) στην στρατιωτική διάλεκτο. Ο χαρακτηρισμός προέρχεται από την κλασσική προτροπή κάθε λοχία προς τους νεοσύλλεκτους:
«Τα όπλα σας να τα προσέχετε και θα τα αγαπάτε σαν τις γκόμενες σας, μην σας τα φάνε».
Got a better definition? Add it!
Η στρατιωτική ζώνη που φοράνε οι φαντάροι (προέρχεται από τα αρχικά Α/Τ).
Δεν έχει νούμερο για να φοριέται από όλους ανεξαρτήτως πάχους και διαθέτει τρύπες για να προσαρμόζονται οι παλάσκες.
- Σφίξε την ΑΤ σου να πάμε για περίπολο...
Got a better definition? Add it!
Φόβητρο αυτών που έχουν πάει στρατό προς αυτούς που πρόκειται να πάνε. Τους πουλάνε δηλαδή την ιστορία ότι κατά τις εισαγωγικές ιατρικές εξετάσεις σου βάζουν κωλοβυθόμετρο για να δουν αν είσαι γκέι.
- Και τι γίνεται όταν πηγαίνεις πρώτη μέρα στον στρατό ρε Τάκη; Πες μου εσύ που έχεις πάει, γιατί φεύγω σε μια εβδομάδα και αρχίζω να αγχώνομαι...
- Α, μην ανησυχείς αγόρι μου! Καταρχήν γδύνεστε όλοι μαζί οι νεοσύλλεκτοι και σας κάνουν τις ιατρικές εξετάσεις...
- Τι λες, με το που θα πάω στον στρατό θα πρέπει να ξεβρακωθώ μπροστά σε όλους δηλαδή;
- Ε βέβαια, πώς αλλιώς θα σου κάνουνε την κωλοβυθομέτρηση;
- Κωλοβυθομέτρηση; Τι είναι αυτό;;
- Α τίποτα, σου βάζουνε ένα κωλοβυθόμετρο στον κώλο για να δούνε αν είσαι πούστης...
- Τι λες ρε;! Σοβαρά μιλάς;;
- Άραξε ρε ψάρακα, σε δουλεύω!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Α/Τ, Αρχικά που προέρχονται απο την σύντμηση, κατά την προσφιλή τακτική του στρατού, των λέξεων Αμερικάνικου Τύπου.
Της πρωτοχρησιμοποίησε ο Αμερικανικός Στρατός και χρησίμευαν πολύ, λόγω του εύκολου τρόπου τοποθέτησής τους, και λόγω των πολλών τρυπών που έχουν πάνω τους και απο τις οποίες μπορούσαν να κρεμαστούν απαραίτητα υλικά για τον στρατιώτη.
- Τι κρεμάμε στην Α/Τ;
- Έλα ρε νέο... ξιφολόγχη, Μ71 και παγούρι!
Got a better definition? Add it!
Λέξη από τα τέλη της δεκαετίας του '40, αρχές της δεκαετίας του '50 για τον υπνόσακο.
Είναι, προφανώς, παραφθορά του σλήπιν μπαγκ. Τα πρώτα sleeping bags ήλθαν στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ως μέρος της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Έτσι πράσινα και μακρόστενα που ήταν, η παρομοίωση με μπάμιες δεν ήταν δύσκολο να γίνει.
Λέξη υπό εξαφάνιση. Κάποιοι λίγοι άνω των 70 την θυμούνται.
Γιατί, βρε αγόρι μου, να δίνεις τζάμπα λεφτά για να πας δυο μέρες με τη σκηνή; Πάρε τη σουλομπάμια που είχε ο παππούς σου στον προσκοπισμό ... στο πατάρι την έχω ... σαν καινούργια είναι ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα κιμαδοειδή (γιουβαρλάκια, σουτζουκάκια, μπιφτέκια, κεφτέδες, κλπ) αμφιβόλου προέλευσης που σε στέλνουν τουαλέτα και όχι μόνο.
- Πω ρε μαλάκα. Με αυτές τις κρεατοβομβίδες που μας ταΐζουν στον στρατό, μας πάει κόψιμο κάθε τρεις και πέντε.
Got a better definition? Add it!
Το πιστόλι, το πυροβόλο όπλο. Επίσης, πυροβολώ.
Προέρχεται από τον παιδικό ήχο για τα όπλα λέιζερ των καρτούν.
Φιλέ, η σκηνή που βγάζει το πικίου-πικίου του και τους σκοτώνει όλους γάμησε!
Και τώρα οι δικοί μου οι GI-Jo θα κάνουν τα πικίου-πικίου τους στους Cobra σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το μηχάνημα κοπής χόρτων. Η ουσία της στρατιωτικής θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι τα κομμένα χόρτα, ίσως περισσότερο και από τις βολές. Η πλειοψηφία των Διοικητών στρατοπέδων κόπτεται περισσότερο για το κόψιμο των χόρτων, παρά για την καθ' αυτού στρατιωτική άσκηση. Κατά περίπτωση, αλλά συχνά, το κόψιμο χόρτων συνεπάγεται άγραφη άδεια για τον τυχερό χλοοκόπτη. Οι μονιμάδες χρησιμοποιούν λανθασμένα τον όρο «χορτοκοπτικό».
Ψαράδες, πού είναι το χορτοκοπτικό; Έρχεται ο Διοικητής, κόψτε όλα τα χόρτα κοντά στο φράχτη, για να μην αρχίζω να μοιράζω Φι!
Got a better definition? Add it!