Further tags

Όχι, δεν είναι λάδι που βγαίνει από κουνούπια. Η λέξη αναφέρεται σε ένα ειδικό προϊόν του στρατού, ένα λιπαρό υγρό τ. αουτάν, που το αλείφουν οι φαντάροι για να μην τους τρώνε τα κουνούπια. Εννοείται ότι, όπως και τα εμπορικά αντίστοιχά του, έχει αμφίβολη αποτελεσματικότητα, ειδικά απέναντι σε γκατζολόπτερα.

Κατ' επέκταση χαρακτηρίζει και κάθε αντικουνουπικό σκεύασμα που κυκλοφορεί στο εμπόριο.

Σημείωση: μια ενδιαφέρουσα αντικουνουπική πατέντα των φαντάρων είναι το κάψιμο ελληνικού καφέ. Ο καφές σιγοκαίει όπως ένα φιδάκι και παράγει ένα πυκνό ντουμάνι στην ακτίνα του οποίου δεν πλησιάζουν κουνούπια.

- Ψηλέ, κάνε πάσα το κουνουπέλαιο γιατί μ' έχουνε τσακίσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φτερό του αυτοκινήτου ή της μηχανής, ο λασπωτήρας.

Από τις αρχαίες λέξεις αλέξω (=απωθώ) και βόρβορος (=λάσπη).

Λέξη που απαντά αποκλειστικά στο στρατό.

Κανονικά αυτή η λέξη δεν έχει καμία θέση εδώ μέσα. Είναι μια επίσημη λέξη, καταγεγραμμένη στα στρατιωτικά εγχειρίδια.

Πλην όμως:

  • Είναι εντελώς αδόκιμη.
  • Είναι τόσο καραξύλινη που δεν παίζει ούτε στην καθαρεύουσα, ούτε σε νόμους του κράτους, ούτε πουθενά. Στον καθαρευουσιάνικο Κ.Ο.Κ. π.χ. τα φτερά αναφέρονται ως λασπωτήρες.

    Ο γούγλης (τη στιγμή συγγραφής του παρόντος) έδωσε εννιά (9) αποτελέσματα. Τριαντάφυλλος και Κριαράς δεν το 'χουν καν. Μπάμπη δεν κοιτώ από θέση.

Ποιος ξέρει δηλαδή ποιος καμένος αρχαιόκαυλος καραβανάς το εμπνεύστηκε όταν τον έβαλαν να κάνει copy paste τα εγχειρίδια του αμερικάνικου στρατού.

Στο Τεχνικό όμως που υπηρέτησε ο γράφων αυτή η λέξη ήταν ολοζώντανη. Χρησιμοποιούταν κατά κόρον από τεχνικάριους, οδηγούς και λέουρες ανθστές. Και πάντα με πονηρό, συνωμοτικό ύφος, όπως κάθε γνήσια σλανγκ. Έπρεπε να την ξέρεις γιατί αλλιώς ανήκες στους άλλους, την πλέμπα, τους αμύητους. Κι αν την ήξερες μπορεί και να έκλεβες τη σειρά προς το συνεργείο.

  1. Το αλεξιβόρβορο είναι από την ορολογία των Ενόπλων Δυνάμεων και προδιαγραφών / προκηρύξεων. (απ' εδώ)

  2. (Λόχος Τεχνικού. Ουρά από παπάκια απ' έξω. Μαύροι με φραπέδες περιμένουν σε μια σκιά. 50άρης Ανθστής πλησιάζει φαντάρο που περιφέρεται ακάλυπτος και με τη φανέλα)
    - Σειρούλα, μπορείς να δεις λίγο την καναδέζα;
    - Πλάκα μας κάνεις ρε ψηλέ; Δεν βλέπεις πόσοι περιμένουν;
    - Όχι μωρέ, το αλεξιβόρβορο θέλω να δεις.
    - Καλά, φέρτη μέσα.

(από Vrastaman, 20/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτί που πιστοποιεί στον Ελληνικό Στρατό την πλήρη αχρηστία κάποιου πράγματος και σε βοηθάει να το ξεχρεωθείς (αφού τα πάντα στο στρατό είναι χρεωμένα σε κάποιον).

Από τα αρχικά των λέξεων Πέραν Οποιασδήποτε Επισκευής (ΠΟΕ).

Αποθηκάριος: Κύριε Διοικητά αυτές οι αρβύλες είναι για πέταμα!
Δίκας: Καλά, πήγαινε στο ΛΥΠ να σου βγάλουν ένα πεόχαρτο.
Απ: Μάλιστα κ. Διοικητά!
Δικ: Αλλά μετά μην τις πετάξεις! Κράτα τες στην αποθήκη μήπως χρειαστούν!*

*Εναλλακτικά: Βάλτες στο φορμπαγκάζ μου! (είναι γνωστοί γύφτοι οι καραβανάδες)

Δες επίσης τα λήμματα βγαίνω ΠΕ, Π.Ε.Ε./ B.L.R., FUBAR, χτυπάω μπιέλα και τις σχετικές συζητήσεις στα σχόλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: Το αντρικό παλαιό στρατιωτικό εσώρουχο μέχρι τον αστράγαλο.

Σλαγκιά: Επίσης «η σκελέα του παππού» - κάθε ντεκαυλέ εσώρουχο, είτε γυναικείο είτε ανδρικό.

Ο Μιτσικώστας για την φωτιά στην Πάρνηθα το 2007, μιμούμενος τον Μεϊμαράκη: …βγήκαμε έξω με τα σώβρακα, ήρθε και ο Σουφλιάς με την σκελέα…

(από Khan, 13/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ό,τι μεταφέρεται μαζικά σε κουβάδες, και είναι ωσεκτουτού πολύ κακής ποιότητας, ιδίως σε υπηρεσίες όπως ο στρατός κ.τ.ό. Κατ' επέκταση, ό,τι είναι κακής ποιότητας, σαν να έχει φτιαχτεί μαζικά και απρόσεκτα (σ.ς.: εξαιρείται το σπέρμα). Η έκφραση μπορεί επίσης να υποδηλώνει ότι το εν λόγω αντικείμενο είναι άξιο μόνο για να πεταχτεί στον κουβά των απορριμάτων.

  2. Αντιστρόφως, πανάκριβο υλικό που παραγγέλνεται από τα ελληνικά νοσοκομεία μόνο για να εισπραχθεί η προμήθεια, και προορίζεται για τον κουβά των αχρήστων.

  1. Είδα επίσης να φτιάχνουν, σε μαζικές περιστάσεις, και καφέ στην κυριολεξία κουβαδίσιο, δηλ. μέσα σ’ ένα πλαστικό κουβά, όπου η τύπα έβαζε καφέ κατευθείαν απ’ τη σακούλα, υπολογίζοντας με το μάτι. Η ακριβής διαδικασία μού ξέφυγε, πάντως ήταν κι αυτός καλός κι όχι κουβαδίσιος με τη μεταφορική έννοια.
    (Εντυπώσεις από Βιετνάμ στο sarantakos.com).

  2. Εκει πάνω λοιπόν το φαι έσκαγε από την ταξιαρχία μέσα σε κουβάδες από αυτούς που βάζουνε το αλάτι ή το γιαούρτι. Κοτόπουλο κουβαδίσιο, πατάτες κουβαδίσιες και όλα αυτά μετά από 45 λεπτά από το Σταιγκερ.
    (Φοράδα της Θητείας).

  3. δε μιλάω για ηθική. τα εκκλησιαστικά αλλού. Διότι ως γνωστόν, άλλο παπάδες κι άλλο θρησκεία. Υπάρχει κάτι εκεί. ένα ψέμα. ενα τεραστιο κουβαδίσιο ΨΕΜΑ!! ΨΕΜΑ ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ!!! ας μη μιλούν για θρησκεία οι παπάδες καλύτερα, ας περιοριστούν στο κουτάκι με τα ψιλά που βάζουν οι πιστοί. (Από (φοράδα)

  4. (Εχει ενδιαφέρον να πληροφορηθεί ο πολίτης, τι αποκαλούν οι εργαζόμενοι στα χειρουργεία «τα κουβαδίσια»: πανάκριβα αχρησιμοποίητα υλικά προορισμένα για τον κουβά των αχρήστων, παραγγελμένα μόνο για να εισπραχθεί προμήθεια). Αυτή η χυδαία καταλήστευση είναι αδύνατο να τιμωρηθεί ή να εκλείψει, διότι είναι... νόμιμη! Η σημερινή υπουργός Υγείας, ως Γενική Γραμματεύς Εμπορίου στην κυβέρνηση Σημίτη, εξειδίκευσε νόμο που όριζε ότι κάποια συγκεκριμένα ιατρικής χρήσης προϊόντα, συγκεκριμένων εταιρειών είναι «μη συγκρίσιμα», δηλαδή «εκτός πλαισίου διαγωνιστικών διαδικασιών»: τα δημόσια νοσοκομεία μπορούν να τα προμηθεύονται χωρίς μειοδοτικό διαγωνισμό!
    (Επιφυλλίδα Χρήστου Γιανναρά στην Καθημερινή).

Κουβαδίσιοι κάβουρες, for old times\' sake! (από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τα αθλητικά παπούτσια (της κακιάς ώρας) που δίνει ο στρατός στους νεοσύλλεκτους, αλλά και τα αθλητικά παπούτσια γενικώς όταν τα φοράει ένας φαντάρος μαζί με την παραλλαγή αντί για τις προβλεπόμενες και μάχιμες αρβύλες.

Επειδή απαιτείται ειδική άδεια για να φορέσει κανείς τα αθλητικά αντί για τις αρβύλες, επειδή αυτή η άδεια δίνεται για ιατρικούς λόγους (π.χ. πληγές, πλατυποδία) μόνο και επειδή, τέλος, διακεκριμένοι στους ιατρικούς λόγους για απαλλαγές από διάφορες υποχρεώσεις στον στρατό είναι οι γιωτάδες, τα αθλητικά στην στρατιωτική αργκό μετονομάστηκαν σε γιωτοπάπουτσα.

  1. - Ώπα και περίπολο με τα γιωτοπάπουτσα!
    - Πήγα στον γιατρό και πήρα άδεια για 10 μέρες...
    - Γιωτά!!

  2. (Θαλαμοντόγκ) Φόρα τα γιωτοπάπουτσα, είπαν να πάμε για γυμναστική πριν την αναφορά!
    (Παλιός) Δεν προβλέπεται για την ΕΣΣΟ μου!

Τα παρατημένα γιωτοπάπουτσα ενός γιωτά 306 στη Λήμνο! (από Cunning Linguist, 14/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδικό χαρτί με υπογραφές ή μία υπογραφή προκειμένου ο φαντάρος να βγει από την πύλη και να κυκλοφορεί νόμιμα εκτός στρατοπέδου ως αδειούχος.

Ο μονιμάς δεν δίνει ακόμα τα αδειόχαρτα μέχρι να κάνουμε γόπινγκ σε όλο το στρατόπεδο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζευγάρι αθλητικών υποδημάτων που δίδεται στους νεοσύλλεκτους του στρατού ξηράς την 1η ημέρα της κατάταξης, μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό.

Η προέλευση της λέξης γιωτέξ είναι από το αγγλικό λήμμα sportex ή sport-x και απαντά μόνο σε πληθυντικό αριθμό.
Χρησιμοποιούνται κυρίως από τους γιωτάδες ή γιωτόμπαλα και λιγότερο - κυρίως τις πρώτες μέρες - από φαντάρους που τους έχουν «χτυπήσει» οι αρβύλες. Παλαιότερα τα γιωτέξ ήταν χρώματος λευκού με μπλε σόλα. Τώρα πια διατίθενται σε διάφορα χρώματα.

- Ρε γιωτά, πάλι με τα γιωτέξ κυκλοφορείς! Βάλε και καμιά αρβύλα...

ζιτα ελλας ηταν τα Γιωτεξ.... (από perkins, 23/06/10)τα Γιωτεξ μετά απο  ΣΩ.ΒΕ. (από perkins, 23/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεχάστε τον επαγγελματία με την μνημειώδη κωλοχαράδρα, εδώ μιλάμε για το επίθετο υδραυλικός.

  1. Υδραυλικό λουκέτο

Το λουκέτο που δεν κλειδώνει, λόγω βλάβης. Σου δίνει την εντύπωση ότι ασφάλισε, αλλά ανοίγει εύκολα όταν το τραβήξεις με τα χέρια.

Πρόκειται για χαρακτηριστική στρατιωτική έκφραση που καλύπτει το εξής φαινόμενο: πολλοί φαντάροι προτιμούν ένα χαλασμένο λουκέτο για το όπλο τους επειδή είναι μανίκι να ψάχνουν ανάμεσα σε όλα τα κλειδιά της αρμαθιάς, ιδίως μες στα μεσάνυχτα που ξεκινάει το σκοπέτο. Κι αυτό γιατί εφησυχάζουν από το γεγονός πως όλα τα όπλα κλειδώνουν ομαδικά πάνω στον οπλοβαστό, με τις μπάρες και τα λουκέτα του θαλαμοφύλακα.

Επειδή όμως υπάρχουν και γιωτάδες θαλαμοφύλακες και, ποτέ δεν ξέρεις, και εγκληματίες φαντάροι, πρόκειται για μεγάλη επιπολαιότητα που μπορεί να σου καταστρέψει τη ζωή, αν τελικά σου κλέψουν το όπλο. Παλιά λέγανε καλύτερα να χάσεις την παρθενιά του κώλου σου παρά το όπλο σου. Γι’ αυτό και οι εφοδεύοντες, αν κάνουν σοβαρή έφοδο, πρέπει να ελέγχουν ένα-ένα τα λουκέτα με τα χέρια. Και φυσικά, αν σταμπάρουνε κανένα κρούσμα, πέφτουν καμπάνες.

  1. Υδραυλική αλλαγή

Πάλι από τον χώρο του στρατού. Είναι η αλλαγή σκοπών που γίνεται χωρίς δεκανέα αλλαγής, κατά παράβαση του κανονισμού, επειδή ο δεκανέας δεν ξυπνάει με τίποτα ή είναι πολύ παλιός για να τον πιάνουν «αυτές οι μαλακίες» ή και τα δύο. Οι σκοποί απλά πηγαίνουν μόνοι τους, ο καθένας στην σκοπιά που έχει υπηρεσία και αλλάζουν τους προηγούμενους, αντί, όπως προβλέπεται, να ξεκινήσουν όλοι μαζί τρενάκι με τον δεκανέα αλλαγής, να κάνουν κύκλο όλες τις σκοπιές αλλάζοντας έναν-έναν τους φαντάρους, ελέγχοντας τα όπλα κλπ κλπ. Λέγεται και αλλαγή με τηλεκοντρόλ.

  1. Υδραυλικές κινήσεις

Οι κινήσεις που γίνονται απόλυτα ομαλά και στρωτά, smoothly που λένε και οι Άγγλοι, όπως περίπου τα υδραυλικά έμβολα στην μηχανική. Χρησιμοποιείται πολύ για τις κινήσεις των παικτών μέσα στο γήπεδο, όταν παίζουν με καλή ροή, σβελτάδα και σωστή τεχνική, χωρίς νευρικότητα και λάθη. Βλ. και αυτό το λήμμα.

  1. - Τι είν’ αυτό; Υδραυλικό λουκέτο έχεις ρε ηλίθιε;
    - Σσσ, σκάσε ρε ψαρά που φωνάζεις! Τρεις μήνες τό ’χω, τώρα το πρόσεξες;
    - Καλά ρε γιωτά, ένα κλειδί παραπάνω σε πείραζε και διάλεξες του όπλου; Άντε πες στ' αρχίδια σου να σε βγάλουν στον τάκο για ανασφάλιστο όπλο, να σου το πάρει κανένας μες στη νύχτα δεν το σκέφτεσαι; Εδώ ο θαλαμοντόγκ κοιμάται με τα κλειδιά πεταμένα στο γραφείο...

  2. - Ξύπνα!
    - Μμμμ...
    - Ξύπνα, έχεις αλλαγή!
    - Χρρρμφφστμμμ...
    - Ξύπνα περιμένουν οι σκοποί!
    - Γαμήσου και ξεκόλλα πουστόνεο μη σηκωθώ...
    - Φύγετε παιδιά, υδραυλική αλλαγή να τελειώνουμε...

  3. Από εδώ:
    Μέσα στην περιοχή είναι πάρα πολύ επικίνδυνος. Στο πρώτο τέταρτο του αγώνα, ξεκινώντας από ελεγχόμενη θέση για οφσαϊντ δέχθηκε την μπάλα στην μεγάλη περιοχή και με τον αμυντικό στην πλάτη του κατάφερε με δυο υδραυλικές κινήσεις να έρθει σε πρόσωπο με τον τερματοφύλακα και με πλασέ αλλά Ριβάλντo, προσπάθησε να σκοράρει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική σλανγκ λέπια ονομάζονται κάποια μικρά αυτοκόλλητα λευκά χαρτάκια που βρίσκονται στην εσωτερική πλευρά κάθε υφασμάτινου κομματιού των ρούχων του νεοσύλλεκτου (τσέπες, μανίκια, γιακάδες, κουτουλού).

Υποψιάζομαι ότι αυτά τα κολλάνε στο εργοστάσιο, στην «Κοπή» στο Κερατσίνι, πάνω στα υφάσματα πριν τα ενώσουν ράβοντάς τα, πριν δηλαδή το ρούχο πάρει την τελική του μορφή και είναι κάτισαν δείκτες - οδηγοί.

Επειδή λοιπόν τα συγκεκριμένα ρούχα απευθύνονται σε σίγουρο τάργκετ γκρουπ και μάλιστα δωρεάν, κανείς από τους εργάτες δεν προβλέπεται να τα ξεκολλήσει όταν πια αυτά δεν είναι απαραίτητα.

Οπτικά μοιάζουν με τα χαρτάκια που αναγράφουν τις τιμές στα κατά τόπους ψιλικατζίδικα. Καθώς λοιπόν τα καινούρια στρατιωτικά ρούχα τα φοράνε οι νέοι που λέγονται και ψάρια, τα χαρτάκια ονομάστηκαν λέπια.

- Ψαρά, τα έβγαλες τα λέπια;
- Ποια;
- Α καλά, εσύ είσαι πολύ γκάου-μπίου!

To ψαρι με τα μεγαλυτερα λέπια. (από perkins, 15/06/10)Ψαρι χωρις λέπια-έχει το μπικίνι όμως, απο μέσα. (από perkins, 15/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified