Στο στρατιωτικό ιδίωμα, ο ανθυπασπιστής λέγεται συχνότατα ανθύπας (με σλανγκική αποκοπή). Από εκεί, με μια ηχηροποίηση του θήτα γίνεται αντύπας, ώστε να θυμίζει τον ομώνυμο λαϊκό τραγουδιστή. (Ή, αναλόγως με τα προσωπικά γούστα, και τον ήρωα Διγενή Αντύπα του Χάρρυ Κλυνν που έμεινε διάσημος για την ατάκα ημίθεος και βάλε, ή τον Αντύπα που χαιρέτησε ο Σαββόπουλος αφήνοντας πίσω του μια τρύπα).

Πάσα: Χότζας.

  1. - Μας έχει τύχει ένας αντύπας πολύ στριμένος! Μες στη γκρίνια όλη μέρα!

  2. - Άσ' τα, είχε κέφια πρωϊνιάτικα ο αντύπας και μας τραγούδησε...

(από Khan, 02/02/12)(από Khan, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με πρότυπο τον γερμανοτσολιά σχηματίζονται λέξεις με δεύτερο συστατικό την λέξη τσολιάς, οι οποίες σημαίνουν ότι κάποιος είναι οιονεί δοσίλογος, τσολάκογλου ένα πράμα, ή, έστω, ότι πρακτορεύει τα συμφέροντα μιας ξένης δύναμης και προδίδει το έθνος. Το πρώτο συστατικό αυτών των λέξεων δηλώνει σε ποιον προδίδει ο προδότης.

Χρησιμοποιείται και στον αθλητισμό για να δηλώσει μικρές ομάδες που υποτίθεται ότι χάνουν επίτηδες για να ωφεληθούν μεγαλύτερες ομάδες, στις οποίες είναι υποτελείς. Υπάρχουν επίσης και τσολιάδες που δεν είναι πουλημένοι σε έθνη-κράτη, αλλά σε άλλου τύπου εξουσιαστικές δυνάμεις, είτε του εξωτερικού, είτε και του εσωτερικού.

Παραθέτω και την συχνότητα χτυπημάτων στον γούγλη, σήμερα 21/4/2012 (διπλή επέτειο της 21.4.1941 και 1967) ως ένα τελείως σχετικό στατιστικό στοιχείο.

- αγγλοτσολιάς : 176
- αθηνοτσολιάς : 1
- αλβανοτσολιάς : 5
- αμερικανοτσολιάς (άκα ΗΠΑνθρωπος) : 4240
- αριστεροτσολιάς : 3
- βαζελοτσολιάς : 2
- βουλγαροτσολιάς : 1 - γαλλοτσολιάς : 1
- γαυροτσολιάς : 36
- γερμανοτσολιάς : 98300
- γιωργοτσολιάς : 4
- δεξιοτσολιάς : 1
- εβραιοτσολιάς : 43
- ελβετοτσολιάς (περισσότερο γνωστός ως ελβετόψυχος) : 1
- ισπανοτσολιάς : 0, βλ. σπανιώλης
- ιταλοτσολιάς : 3
- κινεζοτσολιάς : 7
- νατοτσολιάς : 1
- πασοκοτσολιάς : 7
- ρωσσοτσολιάς : 4
- σουηδοτσολιάς : 3
- τουρκοτσολιάς : 462
- τραπεζοτσολιάς : 74

Άλλοι τσολιάδες ουχί δοσίλογοι: βλαχοτσολιάς, παπαροτσολιάς, σαρματσολιάς. Ο αλβανοτσολιάς μπορεί να είναι είτε ο εξυπηρετών τους Αλβανούς, είτε ο αλβανικής καταγωγής ψευτο-Έλληνας μη δοσίλογος τουναντίον εθνικά υπερήφανος.

  1. Για αυτο λεω να φουνταρεται και οι δυο σιχαμενοι 5φαλαγγιτες-Αθηνοτσολιαδες. (Εδώ).

  2. περυσι περηφανος βαζελοτσολιας ... φετος λαθραναγνωστης ολυμπιακων εφημεριδων ... με μια λεξη -διαχρονικα και με συνεπεια- ΠΑΟΚ ! (Από zoo.gr).

  3. Κλεινοντας,χαιρομαι που δεν μπηκες στην ανοητη λογικη(;) περι γερμανοτσολιαδων κλπ φαιδρων.Αν υπαρχει γερμανοτσολιας,αυτος ειναι καθενας που αντι να αναλυσει τις αιτιες και εντοπισει τους ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ενοχους,τους απαλλασσει,βαφτιζοντας ενοχους ΑΛΛΟΥΣ!Απο ιδιοτελεια,ή,συνηθως,βλακεια,δεν εχει σημασια.Το να λεει ομως οτι ο εξωθεν ελεγχος ειναι προσβλητικος(συμφωνω!),ομως η εδω διαφθορα ειναι περιπου...φυσιολογικη,ε,με συγχωρεις αλλά ιδου ποιος ειναι ο γερμανοτσολιας!«Η,καλυτερα,ποιος ειναι ο...ελβετοτσολιας! (Εδώ).

  4. Αμερικανοτσολιάδες, ελβετόψυχοι, αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι, ελεύθεροι, πολιορκημένοι, επαγγελματίες, ήρθεν η ώρα σας. Δούρειος Ήχος με τον Τζίμη Πανούση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εισαγγελέας (με σλανγκική αποκοπή). Παλαιάς κοπής έκφραση.

Ο λέας προφανώς δέχτηκε τη μηνυτήρια αναφορά από τον ασφαλισμένο και ενήργησε μέσα σε προβλεπόμενα πλαίσια: συμβουλεύτηκε τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, Δ/ντη του ΚΥ. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βρει και να διαβάσει το Π.Δ. 121;
Και ο Δ/ντης του ΚΥ; Τί πήγε και είπε στον λέα και οδηγήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified