Further tags

Ο αργός φαντάρος, χαρακτηρισμός των αξιωματικών όταν θέλουν οι φαντάροι να κουνηθούν πιο γρήγορα.

Όλοι έξω για αναφορά! Άντε ακόμα εδώ είστε; Κουνηθείτε κηδείες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάβακας + ericcson. Στον στρατό, ο νέος φαντάρος που είναι όλη την ώρα μ' ένα κινητό και κλαίγεται στην κοπέλα ή την οικογένειά του.

Κοίτα ρε τον γκάβακσον, όλη την ώρα με 1 κινητό στο χέρι είναι και ρωτάει μαλακίες. Δεν τον βλέπω να βγάζει τον μήνα το τυπάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατοαπασχολούμενη χαμηλοαμοιβόμενη φυλή ανθρώπων με αμφίβολο παρόν και μέλλον. Σκοπός της φυλής είναι μια μεγάλη μέρα κάποιος εκπρόσωπός της (ο μεσσίας σύμφωνα με τα χαλκινα βιβλία) να καταφέρει να πάρει ένα LADA (το άγιο δισκοπότηρο) από μια μάντρα ή έναν γκρεμό να το φτιάξει και να το κάνει όσο πιο άσχημο και θορυβώδες γίνεται (που είναι το εύκολο κομμάτι), αλλά και να μπορεί να βάλει κάτω για πλάκα οποιαδήποτε Ferrari, Lamborghini ή ότι άλλο χρειαστεί (που είναι το δύσκολο κομμάτι). Σημειώνεται ότι εργαστηριακές έρευνες έδειξαν ότι δεν θα τα καταφέρει ποτέ κανείς, οπότε μοιραία ολόκληρη η φυλή είναι καταδικασμένη να αυτοκαταστραφεί.

-Πού χάθηκες ρε καραβανά;
-Πήγα Παρίςςςς που με είπαν για ένα καλό Lada σ' έναν γκρεμό, αλλά δε μ΄άρεσε.

Βλ. και καραβανάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του μπάτσ -ος και -μαν (bat-man, super-man κλπ) Ο και πολύ μπάτσος, ο σερίφης με τα εξάσφαιρα, ο αυτοπροσδιοριζόμενος και Κάλλαχαν make my day.

- Φύγαμε από Γλυφάδα με τα μηχανάκια και μας την έπεσε ένας μπάτσμαν, τι να λέμε, μας έσκισε στην κλήση.

Τώρα και σε Barbie... (από MXΣ, 25/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά ο δεκανέας... συνήθως με την έννοια ότι δεν έφερε αρκετά υψηλή βαθμολογία για να γίνει λοχίας.

- Τι ήθελε ο λοχαγός κι έβαλε επιλοχία αυτό το μπαζοδέκανο; Αυτός είναι γιωτάς!

Βλ. και δίκας, υπόδικας, μπάζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άνετο ύφος και επιβλητικό χαρακτήρα, συνήθως όμως σκόπιμα για να πειράξει κάποιον.

Βγήκε ο μαλάκας ο δόκιμος με μαύρο γυαλί όλο μούρη για να το παίξει ψαρωτικός.

Βλ. και ψαρ~

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Υποδιοικητής μιας μονάδας στον στρατό.

- Ο Δίκας μας είναι στρατόκαυλος, αλλά ο Υπόδικας είναι λίγο πιο χυμείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο στρατό, ο φαντάρος ο οποίος συνήθως έχει παλιώσει και έχει περάσει το στάδιο όπου ήταν ψαρωμένος.

Επίσης μπορεί να αναφέρεται σε κάποιον νέο φαντάρο ο οποίος όμως είναι αρκετά ενημερωμένος και / ή ώριμος και δεν ψαρώνει εύκολα.

Αυτόν τον νέο τον πάω. Δεν είναι χλεχλές όπως οι άλλοι. Γαμώ τα παιδιά είναι. Ξεψάρωτος.

Βλ. και ψάρακας, ψαράς, ψάρι, ψαροκασέλα, ψαρωτικος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άτακτος φαντάρος, ο συνήθης ύποπτος που τρώει αυτός συνήθως τις καμπάνες.

-Έφαγε 5 φυ ο Ανδρέου γιατί κοιμόταν πάλι στη σκοπιά.
-Ε καλά, γνωστή καμπανόφατσα.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτικοί αστυνόμοι (παιδιά της Ντόρας Μπακογιάννη).

.....

(από Vrastaman, 01/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published