Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Το στρατιωτικό τζιπάκι, μάρκας Μερσεντές, που χρησιμοποιείται για τις εξόδους στρατιωτών όταν είναι λίγοι ή για τα ώνια.
- Πόσοι είναι για έξοδο σήμερα;
- 2 μόνο, οπότε θα πάρω την καναδέζα να τους κατεβάσω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατονόμος.
Πες στον οδηγό να μην τρέχει με την καναδέζα στην έξοδο γιατί έχουν βγεί παγανιά τα καρακώλια και κάνουν ελέγχους!
Got a better definition? Add it!
Published
Οι στρατιώτες που κατετάγησαν την ίδια ημερομηνία. Λέγεται και χαριτολογώντας μεταξύ 2 φαντάρων όχι της ίδιας ΕΣΣΟ.
- Τι σειρά είσαι εσύ;
- 270.
- Έλα ρε, μαζί θα απολυθούμε!
Ρε σειρά, όταν τελειώσεις με την εφημερίδα, δώσ' την και από δω λίγο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο στρατιώτης πυροβολικού. Λέγεται και πυροβολημένος.
Δες και -άριος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Με μια λέξη, ο Στρατιώτης Πεζικού.
ΣΤΡΠΖ Νίκος Νικολάου, αιτούμαι 2ήμερη άδεια.
Got a better definition? Add it!
Published
Ο έχων αγγαρεία στα μαγειρεία και συγκεκριμένα να πλύνει τους δίσκους.
-Σειρά θα πάμε απόψε στο καψιμί να δούμε το ματς;
-Άσε, δεν προβλέπεται, σήμερα έχω να κάνω τον ντι-τζέι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι φαντάροι που κάνουν χαλαρές υπηρεσίες, οι γραφείς.
Κοίτα τη ντακότα που είναι στο Πρώτο Γραφείο και εμείς πήζουμε στην αγγαρεία!
Got a better definition? Add it!
Published
Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 - 04.00 τα ξημερώματα.
Έρχονται αυτή την εβδομάδα οι νέοι στο λόχο.
Άντε να βαρέσουν και αυτοί κανένα γερμανικό γιατί πήξαμε τόσους μήνες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο αρχαιότερος στον λόχο στρατιώτης, μετρά λίγες μέρες απόλυσης.
Συνώνυμο: λέουρας.
- Είδες τις υπηρεσίες σήμερα; Έβαλαν γερμανικό τον Δημητρίου. - Ποιον ρε τον παλιό; Άμα το δει θα τον ξεσκίσει τον νέο τον επιλοχία!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified