Further tags

Κωμική παραφθορά (με την λέξη «σαλάμι») του «θαλαμάρχης», του πιο ηλικιωμένου φαντάρου που υποχρεούται να εκτελεί χρέη αρχηγού ενός θαλάμου.

- Πού έχει χαθεί ο σαλαμάρχης μας ρε παιδιά; Έχουμε αναφορά στις εφτάμιση!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τελευταίο στάδιο Pokemon του τζιβάτου, ίσως με εξειδίκευση και μετεκπαίδευση στον σιτσουασιονισμό ή λικβινταρισμό (εκ των situation και liquidation, κοινώς ο μπαχαλάκιας) ή τον αλκοολισμό ή την πρέζα. Καμία σχέση πάντως με όλους εμάς τους βολεμένους αστούς και λοιπές πόρνες του καπιταλισμού.

Πιθανόν να μιλάμε για εξέλιξη του κοινού ορκ και όχι απαραίτητα τζιβάτου.

- Δεν ξαναπάτησα σε πάρτι στο Πολυτεχνείο από τότε που κουρεύτηκα και άρχισαν να με στραβοκοιτάνε οι διάφοροι εξαρχειωμένοι τύποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αίσθημα αγάπης που νιώθει ο παρθένος 18άρης φαντάρος για το όπλο του κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας.

(στη βασική εκπαίδευση)

- Πήγαμε το πρωί για άσκηση!
- Έλα ρε! Πως σου φάνηκε; Καλό το G3;
- Καραμπινέρως!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Την έμπνευση για το λήμα μου έδωσε η ανάγνωση του λήματος άρον άρον. Η εκλεκτή Galadriel έδωσε συνώνυμα το πετάδην και το σφαιράδην, γεγονός που ξύπνησε μέσα μου καταχωνιασμένες στρατιωτικές μνήμες.

Σφαιροπετάδην λοιπόν, σύνθετη λέξη από το σφαίρα - σφαιράδην και το πετάω - πετάδην, που χρησιμοποιείται για να εκδηλώσει ανάγκη για χρήση ταχύτητας πετούμενης σφαίρας κατά την τέλεση κάποιας εντολής.

Συνώνυμο είναι και το γνωστό σφυροπετάδην, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί παράφραση του παραπάνω λήμματος, στην ουσία όμως πρόκειται περί σύνθετης λέξης από τη σφύρα-σφυρί και πάλι το πετάδην, όπου η σφαίρα αντικαθίστανται με σφυρί για να δηλώσει τόσο την ταχύτητα όσο και την σοβαρότητα των επιπτώσεων με την οποία πρέπει να τελεστεί μια (στρατιωτική) εντολή.

Άλλη συνώνυμη έκφραση: τσακίσου πήγαινε, χτες.

Λοχαγός 1 σε μένα:
- Να πας σφαιροπετάδην στον κάτω λόχο και να ζητήσεις 4 στρατιώτες για να μαγειρεία.
- ΜΑΛΙΣΤΑ.
(λαχανιασμένος μετά από το σφαιροπετάδην)
- Κ. Λοχαγέ 2, ο Λοχαγός 1 ζητάει 4 άντρες για τα μαγειρεία.
- Να του πεις να πάει να γαμηθεί.
- ΜΑΛΙΣΤΑ.
(μετά από επιπλέον λαχάνιασμα)
- Κ. Λοχαγέ, ο Λοχαγός μου είπε να σας πω να πάτε να γαμηθείτε.
- Κάτσε εδώ, θα τον φτιάξω τον πούστη.
(αχ τι εποχές)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο τρεις μεγάλες κατηγορίες κατηγορίες σφυρίχτερμαν οι οποίες ενίοτε αλληλεπικαλύπτονται:

Οι σφυρίχτερμεν χαρτογραφούνται τόσο σε μπουτς όσο και σε φαμ παραλλαγές.

Ετυμολογία: εκ των σφυρίχτρα (δύο πρώτες περιπτώσεις), σφυρίχτρα (δεύτερη) και σφίχτερμαν.

  1. - σε πολλά σύγχρονα αφηγήματα, όχι κατ' ανάγκη πουστρομανιέρας, αλλά ίσως και πουστρονεωτερισμού βλέπουμε ένα μενάζ α τρουά νέας κοπής: Αυτό αποτελείται από έναν συνεσταλμένο, ομορφούλη άντρα τ. πουστρίγκος, συχνά κοντούλη, μία αρρενωπή γυναίκα και ένα τεκνό, είτε τύπου ήρωα ταινιών του Visconti, είτε σφ(υρ)ίχτερμαν. (Χάνκων o Μεγαλόσλανγκος, εδώ)

  2. Vrastaman: - Το σφυρίχτερμαν παίζει;
    ironick: - αχαχαχαχα, κάτι σε γκέουλα σφίχτη τροχονόμο δηλαδή;
    (εκεί)

  3. - Δεν είναι κι ο σφίχτερμαν που τον έχει σφυρίχτρα; Συφτωματικά σήμερα μου έλεγε μια γκόμενα για ένα απο το μεγαλύτερα τούμπανα της Κυψέλης που τον έχει τσιγάρο. (Jeanoir, παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του λελέ < απολελέ και τρελελέ. Λέγεται όταν ο λέλουρας ανήκει στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. (Ελληνική Δύναμη Κύπρου) οπότε κατά την επικείμενη απόλυση θα μπει σε αεροπλάνο, το λεγόμενο και λελοπλάνο, για να επιστρέψει στο Ελλαδιστάν (και οπουδήποτε αλλού υπάρχει επιστροφή με αεροπλάνο κατά την απόλυση, δεν γνωρίζω άλλες περιπτώσεις). Όσο, λοιπόν, πλησιάζει η περιπόθητη μέρα ο φαντάρος ακούει λελοτουρμπίνες, είτε όταν περπατά στο δάσος, είτε παντού και πάντα. Ο ήχος των λελοτουρμπινών είναι το επακριβές μηχανικό αντίστοιχο, αυτού που η φύση προσφέρει στους φαντάρους με το τιτίβισμα των λελεδονιών.

Πάσα: oistrogonamygdalos.

Ακούς λελοτουρμπίνες δηλ.;; αδερφέμ' ... καλή Αρχή... σε όλα σου! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα ψευδαγγλικό γερούνδιο της στρατιωτικής αργκό που δηλώνει αγγαρεία, πρβλ. φύλλινγκ (feeling), πύλινγκ, γόπινγκ. Εν προκειμένω πρόκειται για την περισύλλεξη των καλύκων από τις σφαίρες μετά την βολή στο πεδίο βολής.

Καλά, νταξ, να κάνουμε βολή να ξεκαυλώσουμε, αλλά ποιος κάνει κάλινγκ μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified