Further tags

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρετρό σλανγκιά του πάλαι ποτέ Βασιλικού (μπρρρ!!!) Ναυτικού για το μέσον ή βύσμα. Εν αχρηστία πλέον περιπεσούσα, ήταν σε ευρύτατη χρήση το 1950-60, και, σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες που συνέλεξε ο γράφων, επιβίωνε ακόμα στα τέλη '70 - αρχές '80.

Για την ετυμό της λέξης μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Το μόνο που κατέβασε η κούτρα του λημματογράφου είναι ότι η γραμμή αποτύπωσης του αριθμού 8 θυμίζει έντονα κίνηση παράκαμψης.

[...] είχα την πρώτη μου επαφή με την ελληνική πραγματικότητα (θητεία στο ναυτικό) [...] έκανα αγγαρείες, δεν είχα ποτέ «εξόδους» [...].
Μια γερή δόση «οχτάρι» (έτσι λένε το «μέσον» στο Ναυτικό) και η δημοκρατική ισονομία αποκαταστάθηκε πλήρως.

(Νίκος Δήμου «Οι Έλληνες»).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για στρατιωτική μονάδα όπου το πήξιμο πάει σύννεφο, όπου σε πάει πίπα κώλο εμπλοκή.

Κλασσικός όρος για τον χαρακτηρισμό παραμεθόριων μονάδων καθώς και πλοίων του Π.Ν. όπου «βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι».

Βλέπε και σχετικά λήμματα: βλέπω την βάλε πόλη προέλευσης εδώ με το μακαρόνι
αγγαρειομάχος.

Μετά τη βασική εκπαίδευση πήρα μετάθεση για ένα πλοίο σκέτη μαυρίλα! Φοβερό πήξιμο, συνέχεια ταξίδια και να βλέπεις την άδεια με το μακαρόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλο ένα ψευδαγγλικό γερούνδιο της στρατιωτικής αργκό που δηλώνει αγγαρεία, πρβλ. φύλλινγκ (feeling), πύλινγκ, γόπινγκ. Εν προκειμένω πρόκειται για την περισύλλεξη των καλύκων από τις σφαίρες μετά την βολή στο πεδίο βολής.

Καλά, νταξ, να κάνουμε βολή να ξεκαυλώσουμε, αλλά ποιος κάνει κάλινγκ μετά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γράσο (grasso) είναι λιπαντικό στοιχείο για μηχανήματα παντός τύπου, τα οποία έχουν κινητά μέρη και χρήζουν λίπανσης για μείωση της τριβής και συνεπακόλουθα της θερμοκρασίας και της φθοράς. Επίσης χρησιμοποιείται κι ως συντηρητικό για μεταλλικά τμήματα αντικειμένων που δεν πρέπει να οξειδωθούν επ' ουδενί, όσο κι αν παραμείνουν αχρησιμοποίητα.

Στη στρατιωτική σλανγκ, γράσα είναι οι νεοσύλλεκτοι, οι οποίοι μόλις ξεαμπαλαρίστηκαν εκ της συσκευασίας των και δόθηκαν ως δώρο στους παλιούς, με σκοπό την βελτίωση της καθημερινότητάς των τελευταίων.

Επειδή δε, το εν λόγω δώρο πρέπει να λειτουργεί απροβλημάτιστα για πολλούς μήνες (μέχρι ο παλαίουρας να απολυθεί), έχει προβλεφθεί η επικάλυψή του με γράσο, το οποίο άλλωστε δηλοί και την καινουργίλα του.

Υ.Γ.: Τα αυτιά των νεοσυλλέκτων (που δεν ακούνε πάντα τις διαταγές των ανωτέρων καραβανάδωνή των παλιών) δεν γεμίζουν κερί, αλλά γράσο.

  1. ...2α Μ.Α.Λ (ΜΟΙΡΑ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΩΝ) 1988 ΤΑ ΓΡΑΣΣΑ ΤΟΥ 2ου και 3ου ΛΟΧΟΥ ΚΡΟΥΣΕΩΣ ΠΑΡΑΤΑΓΜΕΝΟΙ ΣΕ ΦΑΛΑΓΓΑ ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ ΤΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ ΤΩΝ ΔΥΟ ΛΟΧΩΝ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΓΙΑ ΝΑ ΚΟΛΛΗΣΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΚΤΙΡΙΑ ΚΑΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΟΙ ΔΥΟ ΛΟΧΟΙ ΕΝΑΣ. ενα απ` αυτα τα γρασσα ημουν και γω. (απο φόρουμ για καψώνια ).

  2. Καραμήτρος...Καραμήτροοόοος.. δεν ακούς ρε νέωψ; Άντε ρε να βγάλεις τα γράσα απ 'τ' αυτιά σου... Τσακίσου!!!

για όλες τις χρήσεις (από perkins, 19/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.

Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.

- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει, μεταξύ άλλων:

  • Σκουραίνω την επιφάνεια αντικειμένου λόγω διάβρωσης π.χ. υγρασία, θερμότητα, καπνός, ουσίες κλπ.
  • Αποκτώ μπρονζέ επιδερμίδα κάνοντας ηλιοθεραπεία ή εκτελώντας χειρωνακτική εργασία στην ύπαιθρο.
  • Ψηφίζω αρνητικά / θάβω κάποιον υποψήφιο. Προέρχεται από τις προ αιώνος εκλογές με μολυβένια σφαιρίδια στην γκαζον τενεκεδένια κάλπη, που ήταν μισή μαύρη «ΟΧΙ» και μισή άσπρη «ΝΑΙ» εξ ου και το «μαύρο δαγκωτό» ως δεδηλωμένη αρνητική ψήφος.
  • Στεναχωριέμαι / πήζω.
  • Πέφτει η στρατιωτική μονάδα σε δυσμένεια κατόπιν άνωθεν διαταγής λόγω παράβασης π.χ. κλοπής πολεμικού υλικού / αυτοκτονίας κληρωτού κλπ.
  • Αλλάζει status η στρατιωτική μονάδα κι από βυσματική γίνεται τσατσοπαγίδα (για τους μη εγκαίρως πληροφορημένους) είτε λόγω δυσμένειας όπως ανωτέρω, είτε λόγω έλλειψης εργατικών χεριών π.χ. αποφασίζεται η επόμενη ΕΣΣΟ να πάρει λιγότερους κληρωτούς είτε λόγω αλλαγής διοικητή π.χ. έρχεται κάνας στρατοκαβλάντης.
  • Πλακώνω στο ξύλο και χρωματίζω τον αντίπαλο στην απόλυτη εκδήλωση του μπλε-μαραίν.
  1. - Είδες πως έχει καταντήσει ο Τάκης; Έχουν μαυρίσει τα δόντια του απ’ τη ζου.

  2. - Πού μαύρισες έτσι χειμωνιάτικα; Για σκι ήσουνα;
    - Ναι, είπα να κάνω διακοπές.
    - Αράχοβα;
    - Όχι, Μεγάλο Πεύκο...

  3. - Μετά τα γεγονότα του Δεκέμβρη και τις πυρκαγιές του καλοκαιριού, ο κοσμάκης είδε κι απόειδε, τη μαύρισε την κυβέρνηση στις εκλογές κι ο πρωθυπουργός έφυγε νύχτα.

  4. - Έχει μπει η άνοιξη, όλος ο κόσμος διασκεδάζει έξω κι εγώ τη βγάζω στο γραφείο από σκοτάδι σε σκοτάδι. Έχω μαυρίσει ρε πούστη μου!

  5. - Τα’ μαθες; Ανακαλούνται όλες οι άδειες!
    - Γιατί ρε γαμώτο;
    - Έπεσε μαζική δηλητηρίαση στην ταξιαρχία, ακούστηκε απ’ τα Μ.Μ.Ε., έφτασε στ’ αυτιά του Α/ΓΕΣ, πλακώσανε Ε.Δ.Ε. και τα τέτοια, γάμησέ τα!
    - Καλά κι εμείς τί φταίμε;
    - Ε, δεν καταλαβαίνεις; Ο δίκας έχει χεστεί γιατί τρίζει η καρέκλα του, θα’ ρθουν και τίποτα κλάραμπελ (Σ.Σ. γαλονάδες με διπλά φύλλα δρυός στο κεραμίδι του πηλικίου, «κλάρες») για επιθεωρήσεις, άντε ξανά-μανά βαψίματα και καθαρισμοί, είναι άρρωστοι κι οι μισοί φαντάροι, ετοιμάσου για πούτσα με λέπι φίλο!
    - Πανάθεμα το μάγειρα που μας μαύρισε τη μονάδα καλοκαιριάτικο!

  6. - Πού θα δηλώσεις μετάθεση;
    - Δέλτα-δέλτα Σαλαμύκονος (Διεύθυνση Διοικήσεως), αφού είναι μισή ώρα απ’ το σπίτι μου στο Περιστέρι, άσε που σημαίνει «Δεν Δουλεύω» απ’ οτι μου’ πανε...
    - Δεν τα ξέρεις καλά! Το καλό που σου θέλω βάλε γρήγορα βύσμα για πλας Σούδα να σε παίζει 15-10 οφφ, γιατί στη Μπακαουκία πάνε όλα τα μαμούθ! Το μεγάλο βύσμα τρώει το μικρό κι εσένα σε βλέπω να λιώνεις στα καζάνια! 100 υπηρετούν στη δέλτα-δέλτα, 10 εμφανίζονται στην πρωινή κλήση και 3 μένουν για αγγαρείες, χώρια που σε ξαποστέλνουν σε άλλες υπηρεσίες για θελήματα. Έχει μαυρίσει η δέλτα-δέλτα! Ξέρεις πώς τη λένε τώρα; «Δανείζουμε Δούλους»...

  7. - Έκανε να σηκωθεί ο Μητσάρας, να πει την κουβέντα του στην απέναντι παρέα λόγω παρεξήγησης και πριν τελειώσει, πλακώνουνε κάτι μπεχλιβάνηδες και τον κάνουνε τόπι! Μιλάμε, τον μαυρίσανε για τα καλά! Εμ, βλέπεις ήθελε να κάνει φιγούρα στη γκόμενα ότι δε μασάω κι έβαλε και στα μπατζάκια του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δύσμοιρος φαντάρος ο οποίος έχει φαει εμπλοκή στην χειρότερη υπηρεσία που μπορεί να του τύχει. Κεντρική πύλη ή αλλιώς «κ.π.». Έτσι παρήχθη ο όρος. Η υπηρεσία είναι η χειρότερη δυνατή γιατί χαιρετάς ανωτέρους , είσαι γυαλισμένος ξυρισμένος, πρέπει να κρύψεις το φραπεδάκι πίσω σου και γενικώς είσαι προβλεπέ.

- Σειρά τι υπηρεσία έχεις σήμερα;

- Kεντρική πύλη για άλλη μια φορά μια και ο Βυσματόπουλος έχει πάρει επ’ ώμου την ΑΟΤ. Γάμησε τα καπαπής έχω καταντήσει ο παλιός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified