Ο πύραυλος που φέρει ένα μαχητικό αεροσκάφος.

  1. Όταν ο Γρίβας επέστρεψε και προσγειώθηκε, από το δεξί φτερό του έλειπε ένας πύραυλος. Την ίδια ώρα, στο γραφείο του αρχηγού ΓΕΑ στον τέταρτο όροφο του υπουργείου Αμύνης, ο αρχηγός ετοιμαζόταν να πάει σε μια κοινωνική εκδήλωση. Από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας που τον συνδέει με όλες τις μάχιμες μονάδες, ακούστηκε μέσα από τα "στατικά" παράσιτα: "Κύριε αρχηγέ, λαμβάνω την τιμή να αναφέρω ότι ο Γρίβας προσγειώθηκε και του λείπει ένα "πουλάκι"". Ήταν ο διοικητής της Τανάγρας, με πρόδηλη την αγωνία στη φωνή του. (Στόκος).
  2. Ο Έλληνας top gun, επέστρεψε χωρίς το “πουλάκι”. (Εδώ).
  3. ΕΝΑ ΆΓΝΩΣΤΟ "ΑΤΎΧΗΜΑ" ΣΤΟ ΑΙΓΑΊΟ (ΌΤΑΝ Ο ΈΛΛΗΝΑΣ ΠΙΛΌΤΟΣ ΤΟΥ MIRAGE ΕΠΈΣΤΡΕΨΕ ΧΩΡΊΣ ΤΟ "ΠΟΥΛΆΚΙ"). (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αυτός που και καλά έχει μύτη σαν γουρουνιού, δηλαδή ανυψωμένη και πλακουτσωτή σαν ένα μεγάλο ρύγχος με μεγάλα ρουθούνια, και ωσεκτουτού φέρνει λιγάκι σε πόρκι. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βρισιά σχετική με εμφάνιση ή για να χαρακτηρίσει «όποιον χώνει την μύτη του παντού» μεταφορικώς (δες).
    Έχει όμως και κάποιες πιο συγκεκριμένες εφαρμογές, όπως:

  2. Στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούσε στερεοτυπική ρατσιστική βρισιά ειδικά για τους Βούλγαρους, τον βόρειο γείτονά μας με τον οποίο βρισκόμασταν σε αιματηρό ανταγωνισμό για τη Μακεδονία και τη Θράκη. Οι Βούλγαροι θεωρούνταν ρατσιστικώς ως «χοντρομυτάδες» κι έτσι βρίσκουμε την βρισιά αυτή να τους χαρακτηρίζει σε κείμενα της εποχής ή και λίγο μεταγενέστερα.

  3. Το είδος ψαριού που επιστημονικώς αποκαλείται Chondrostoma Vardarensis (sic), λόγω του εξογκωμένου σκληρού κερατοποιημένου ρύγχους του, και το οποίο ζει στον Αξιό, τον Έβρο, το Νέστο, τη λίμνη Δοϊράνη και άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, για περισσότερα δες εδώ και εδώ.

  4. Παρατσούκλι κατασκοπευτικού αεροσκάφους των ΗΠΑ RC-135, που έχει περάσει και από την Σούδα της Κρήτης στο πλαίσιο του πολέμου κατά της Λιβύης του Καντάφι, και φημίζεται για τις ικανότητες παρακολούθησης που διαθέτει.

  1. αυτη τη γουρουνομυτη δεν την αντεχω αλλο Εδώ
  2. α. - Βρε γουρουνομύτη, για ποιον δουλεύεις; ρώτησε. Για τον θείο σου ή για μένα;
    Θλιμμένα είπε ο μικρός:
    - Για σένα. Μα γιατί με λες γουρουνομύτη;
    - Γιατί είσαι Βούλγαρος· και όλοι οι Βούλγαροι είναι χοντρομυτάδες, γουρουνομύτες! Κοίταξε τον Γιωβάν, κι εμπρός στη θλιμμένη του όψη γλύκανε.
    - Η δική σου μύτη είναι ίσια και λιγνή, δεν σε βρίζω- έννοια σου.
    (Από το μυθιστόρημα της Πηνελόπης Δέλτα «Στα Μυστικά του Βάλτου», 1η εκδ. το 1937, δες).
    β. Όποιος μας κατηγορήσει για σωβίνους είναι γουρουνομύτης! (Paokmania.gr).

  3. Έχουν αναφερθεί και σπανιώτερα είδη, όπως το χέλι, το τυλινάρι, ο γουρουνομύτης, η μουρμουρίτσα, η βιργιάνα, η πεταλούδα, το κουνουπόψαρο. (Λίμνη Δοϊράνη).

  4. α. Στη Σούδα, βρίσκεται ο περίφημος “γουρουνομύτης” το αεροπλάνο που έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί όλες τις συνομιλίες στη Λιβύη, αλλά και Γερμανοί πεζοναύτες. Τις προηγούμενες μέρες, από την Κρήτη πέρασαν εκατοντάδες πεζοναύτες των ΗΠΑ οι οποίοι επιβιβάστηκαν στα πλοία που έσπευσαν στον θαλάσσιο χώρο της Λιβύης. (Εδώ)
    β. Από την αμερικανική αεροπορική βάση της Σούδας το αμερικανικό αεροσκάφος RC-135 γνωστό ως «γουρουνομύτης» κάνει καθημερινά πολλές ώρες πτήσης συλλέγοντας πληροφορίες από συνομιλίες ή από κινήσεις αεροσκαφών. (Εδώ).

Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13)Chondrostoma Vardarense, το και "γουρουνομύτης" επονομαζόμενον (από Khan, 29/06/13) To RC-135 Rivet Joint aka γουρουνομύτης. (από Khan, 29/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ΛουκάνικοςΘοδωρής) είναι ο διάδοχος του Κανέλλου, συνεχιστής μιας μακράς παράδοσης που θέλει τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου να είναι εχθρικός προς τους απάνθρωπους και απρόσωπους ΜΑΤατζήδες και ασφ-αλήτες. Έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις στην εξέγερση του Δεκέμβρη το 2008 στην Αθήνα και από τότε βρίσκεται πάντα στο πλευρό των διαδηλωτών που τον περιβάλλουν με αγάπη, σε αντίθεση με τους μπάτσους που τον περιβάλλουν ενίοτε με κλωτσιές και γκλομπιές.

Αυτό το τετράποδο σύμβολο αντίστασης έχει δημιουργήσει αίσθηση σε ολόκληρο τον κόσμο, γνωστός στη διεθνή του καριέρα ως Loukanikos ή Louk ή ακόμα και Sausage. Έγινε ήδη φίρμα στο BBC, στο TIME Magazine (όπου μπήκε και στη λίστα με τις προσωπικότητες της χρονιάς για το 2011) και απέκτησε και τραγούδι δικό του, γραμμένο από τον Αμερικάνο μουσικό Davis Rovics (βλέπε βίντεο).

Για τους πιστούς του φατσοβιβλίου, εδώ και το fan page του Λουκάνικου (κι από αυτήν έχει, και όχι μόνο μία)!

  1. (Από «Τα Νέα»)
    «Και το Πρόσωπο της Χρονιάς που κλείνει είναι για το «Time»... «Ο Διαδηλωτής». «Από την Αραβική Ανοιξη στην Αθήνα, από το «Καταλάβατε τη Γουόλ Στριτ» στη Μόσχα», εξηγεί το αμερικανικό περιοδικό ήδη από το εξώφυλλό του. Στα πολλά πορτρέτα διαδηλωτών από ολόκληρο τον κόσμο που φιλοξενεί στις σελίδες του, είναι και αρκετοί Ελληνες. Ξεχωριστός φόρος τιμής όμως αποτίεται, με συνολικά έντεκα φωτογραφίες, και σε έναν τετράποδο «διαδηλωτή» της Αθήνας - τον θρυλικό πια Λουκάνικο.»

  2. (από εδώ)
    «Ο Αγανακτισμένος σκύλος και πανταχού παρών σε κάθε διαδήλωση κατά κόσμον Λουκάνικος εξηγείται για να μην παρεξηγείται λέγοντας πως το όνομά του δεν είναι Λουκάνικος αλλά Θοδωρής.
    Σύμφωνα με τους εθελοντές της Φιλοζωϊκής Κίνησης Κέντρου, ο μέχρι πρότινος Λουκάνικος ακούει στο όνομα Θοδωρής .»

  3. (Από το TIME Magazine)
    «Among those protesters who fight for freedom and justice there is a special page is dedicated to Greece’s famous riot dog «Loukanikos».

Loukanikos, whose name comes from λουκάνικο (loukaniko - Greek for sausage), is a dog that has been present at nearly every protest in downtown Athens in the past few years. He has become the symbol of the Greek protests against the IMF and the EU backed austerity measures that are taking place in 2011!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μερικές σημασίες του σλανγκενεργού εντόμου:

  1. Κλασικότατα, ως συμπεριφορά είναι ο τεμπέλης, και κυρίως αυτός που ασχολείται με τέχνες και διασκεδάσεις αντί να δουλεύει, ο άεργος. Βλ. και αρχαίο μύθο με το τζιτζίκι και το μυρμήγκι. Ενδιαφέρουσα και η έκφραση «τζιτζίκι του χειμώνα», αυτός που επιμένει να σχολάζει και τον χειμώνα, λ.χ. δες.

  2. Στην στρατοσλάνγκ είναι:
    α. Ο στρατιώτης του πεζικού, ο τζίτζικας. Λέγεται και τζιτζικάριος, κατά το πεζικάριος. Για να τους θίξουν λένε και την κραυγή «αντρίκια αντρίκια και όχι σα τζιτζίκια».
    β. Ο φαντάρος των διαβιβάσεων, λόγω των κεραιών των ασυρμάτων με τους οποίους είναι φορτωμένος (Πάτσης).
    γ. Γενικά, κάποιος σε βυσματική θέση που δεν δουλεύει ούτε χώνεται.

  3. Στην μουσοσλάνγκ είναι:
    α. Το ακουστικό αποτέλεσμα από το ξύσιμο. Ξύσιμο, όπως το ορίζει ο σύσσλανγκος Mr Cadmus είναι «μία ακόμη τεχνική παιξίματος της ηλεκτρικής (κατά κανόνα) κιθάρας, στην οποία ο (οι) κιθαρίστας (-ες) παίζει σε ταχύτατο ρυθμό είτε συγχορδίες πέμπτης είτε μεμονωμένες ή διπλές χορδές (στα μπάσα ή στα πρίμα) με μονοπενιά ή διπλοπενιά (alternate picking ή downstrokes), ενώ έχει τιγκάρει τα πρίμα και έχει εξαφανίσει τα μεσαία του ενισχυτή και της κιθάρας του».
    β. Κλασικότατα, μεταφορά για τον τραγουδιστή εν γένει.

Πρβλ. και τις εκφράσεις εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;, περί ορέξεως... τζιτζίκια γιαχνί, σκάει ο τζίτζικας.

Πλέον ονομάζεται 542 ΤΠ και είναι μονάδα τζιτζικιών. (Εδώ).

Μια σειρα μου μου ειχε πει: Στον πολεμο ειμαστε ολοι 30 δραχμες. Βατραχος η τζιτζικι, φανταρος ή στρατηγος, η σφαιρα που θα σε βρει κανει 30 δραχμες. (Εδώ).

Suicidal black metal με ωραιο τζιτζικι στις κιθαρες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο ΟΫΚάς (Ομάδες Υποβρυχίων Καταστροφών) για τους καταδρομείς.

Από τον βάτραχο Kermit του Muppet Show, που έδωσε λαβή και για την ανύπαρκτη σλανγκιά κερμιτιάζω.

- Τι να κλάσει μωρέ ο φλώρος ο Κέρμιτ;

Το χαρακτηριστικό κερμίτιασμα (από Khan, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού. Σολωμού 3 Κορυδαλλός, Τ.Κ 18110, τηλ. Διεύθυνσης 4957136, τηλ. Γραμματείας 4950339, fax 4964503. Για όποιον τυχόν ενδιαφέρεται.

Το εξωτικό προάστιο του Δήμου Κορυδαλλού, έχει ονομαστεί προφανώς έτσι εκ του ομωνύμου πτηνού, είναι όμως γνωστό ανά την υφήλιο για τις Φυλακές του: Δικαστική Φυλακή για τους άνδρες + Κλειστή Φυλακή Γυναικών.

Όταν ακούσεις κάποιον να λέει «Κορυδαλλός», στάνταρ 7 στις 10 φορές αναφέρεται στη γνωστή Φυλάκα, κατά σχήμα συνεκδοχής. Αν θεωρήσουμε αυτό το σχήμα λόγου ως ένα πρώτο σλανγκικό επίπεδο, τότε με τη χρήση της λέξης «πουλί» περνάμε σε ένα δεύτερο επίπεδο, που προϋποθέτει την εξοικείωση με το πρώτο. Δεν στέκει δλδ να αρχίσεις με τη μία να λες τις Φυλακές «πουλί», χωρίς πρώτα να έχεις χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές την έκφραση «στον Κορυδαλλό», «στον εξωτικό Κορυδαλλό», «στην εξοχή του Κορυδαλλού», «στο φρέσκο του Κορυδαλλού» κ.ο.κ.

Κανονικά θα έπρεπε να γράφεται και με κεφαλαίο: το Πουλί. Είναι όμως φρέσκια η σλανγκιά και ωσεκτουτού άγνωστη προς το παρόν στον γραπτό λόγο. Οπότε παραμένει το αρχικό μικρό μέχρι νεωτέρας διαταγής. Φιλάκια.

  1. — Που χάθηκε ο Μπαμπίνος;
    — Δεν τα 'μαθες; Μπούκαρε σ' ένα βενζινάδικο, τον τσάκωσαν και τώρα κάνει διακοπές διαρκείας στο πουλί.

  2. Τον είχαν στην Κέρκυρα κι έβαλε λυτούς και δεμένους να τον φέρουν εδώ Αθήνα, στο πουλί, να 'ρχεται η γυναίκα να τονε βλέπει καμιά φορά.

  3. Με τις μαλακίες που κάνεις σε βλέπω με εισιτηριάκι πρώτη θέση για το πουλί. Στ' αρχίδια σου, συνέχισε, κι εγώ θα 'ρχομαι να σου φέρνω τσιγάρα. Μαλάκα, ε μαλάκα.

Για την απόλυτη εκτέλεση βλ. το Pink Flamingos του John Waters (από Vrastaman, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά δυνατό μέσον. Αυτό που διεισδύει παντού. Δεν υπάρχουν κωλύματα, εμπόδια και προϋποθέσεις για αυτό. Όταν κάποιο όνειρο φαντάζει αδύνατο, τότε οι ελπίδες πραγματοποίησης του επαφίενται στη χρήση χαυλιόδοντα.

- Μόλις τελειώσω το πανεπιστήμιο θα διοριστώ σε καλή θέση, σε όποιο υπουργείο θέλω.
- Τι γίνεται; Έχεις μεγάλη φαντασία ή διαθέτεις μεγάλο χαυλιόδοντα;

Σχετικά: δόντι, κονέ, bluetooth, βύσμα, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στρατιωτικά πουλιά, γνωστά μόνο σε όσους έχουν υπηρετήσει.
Χαρακτηριστική η κραυγή τους «Λελε, λελε, λελε».

Ακούς ρε νέο τα λελεδόνια;

(από Khan, 17/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified