Further tags

Στεκάτος είναι κάποιος που παίζει μπιλιάρδο χρησιμοποιώντας τη δική του στέκα και όχι του μαγαζιού.

Είναι παράλληλα και δηλωτικό ενός παίχτη άνω του μέσου όρου αφού για να έχει κάποιος δική του στέκα, σημαίνει πως το κατέχει το άθλημα (αν και κάτι τέτοιο δε συμβαίνει πάντα).

- Να σου πω, τα παιδιά από το διπλανό τραπέζι θέλουν να μας παίξουν πάγκο.
- Άστο ρε συ, δε βλέπεις ότι είναι στεκάτοι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Θεογκόμενα, μανουλομάνουλο, μωράκλα, εργαλείο, όλα αυτά σε ένα άλογο κούρσας ΑΑ γκανιάν.

- Πω ρε φίλε άραγκον για μια μπύρα ακόμη και ελπίζω να έφερες καπότες... Απέναντι σκάνε δυο γκανιάν τρελά! Λίρα εκατό σου λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο υπερβολικά εθισμένος με online (συχνά MMORPG) παιχνίδια (Lineage, WoW, Second Life...), σε βαθμό απομόνωσής του από το περιβάλλον. Συναντάται επίσης και ως καμένος, καψίδι, καΐλα. Μπορεί να είναι από 12 έως και 35 ετών, και συχνά δέχεται λοιδορίες από τους συνομηλίκους του.

- Τι έγινε, ρε, θα παίξουμε καμία μπάλα;
- Άστα, ρε, τους μίλησα, αλλά μου 'λεγαν κάτι για ένα κουέστ που έιχαν να κάνουν, δεν πολυκατάλαβα...
- Όχι, ρε! Πάλι στα ίντερνετ καφέ πάνε και καίγονται τα καψίδια; Ανάθεμα τη μέρα που τους έμαθε το Λαϊνέιτζ ο καΐλας ο Δημήτρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ανίκανος, ο άχρηστος.
  2. Το χειρότερο φύλλο της τράπουλας (ανάλογα με το παιχνίδι).
  1. - Σήμερα στη δουλειά ήρθε ένας καινούργιος μεγάλο λιμό. Του έλεγες να κάνει κάτι, και στην κοσμάρα του.

  2. - Άντε ρε, θα μου έρθει κανένας άσσος ή όλα τα λιμά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που συχνάζει τακτικά και παίζει πολλά λεφτά στον ιππόδρομο. Ξέρει τα ονόματα των αλόγων πιο καλά και απο των παιδιών του.

Ρε τον Βαγγέλη! Εχω να τον δω 2 μήνες τώρα. Πού τον χάνεις πού τον βρίσκεις, πάλι στον ιππόδρομο θα είναι! Μεγάλος αλογομούρης!

(από gaidouragathos, 15/04/12)(από jesus, 02/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που χάνει συνέχεια στο τάβλι και απ' όλους.

- Έλα ρε πελάτη να σε παίξω άλλη μια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλασικός τύπος που παρατηρούμε όλοι στα προποτζίδικα που κάθεται με τις ώρες και πάιζει ΚΙΝΟ.

-Ρε μαλάκα πόσες ώρες έπεζες ΚΙΝΟ χτες;
-Πέντε.
-Πωπω ρε μαλάκα kinέζος κατήντησες!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified