Η πεολειχία.

  1. Ξεκίνησε τα ερωτικά χάδια οριοθετόντας μια GFE συνεύρεση, που με έβρισκε απόλυτα σύμφωνο. Αφού με έγλειψε στις ρώγες και το λαιμό, πριν κατέβει χαμηλότερα, ανέλαβα να γευτώ τα στηθάκια της με τις μελανές σκληρές ρωγίτσες που θέριεψαν, και σε συνδυασμό με την εφύγρανση του γατιού της, που ένιωσαν τα δάχτυλά μου θωπεύοντάς την, άρπαξε τον πολεμιστή μου, του φόρεσε τη στολή της μάχης και μου πρόσφερε ένα απολαυστικότατο, από τεχνική και διάθεση, πεορούφηγμα, κοιτώντας με στα μάτια με ναζάκι και τσαχπινιά. Δεν άντεχα και πολύ, έτσι λοιπόν την ανέβασα επάνω μου και λικνιστήκαμε μετά φιλιών και χαδιών ώσπου με μια μαεστρική κίνηση την έβαλα από κάτω χωρίς να χάσω την διείσδυση, γεγονός που της άρεσε. Άντε να το κάνεις με καμιά μπουμπού αυτό...ή θα χάσεις τη μέση σου ή το καβλί σου! Κακά και τα δυό. Ενώ τα μικρόσωμα, άλλη χάρη. (Μπου).
  2. Στο δωματιο πολυ χαλαρη, χαδια και χουφτωματα παντου και στη συνεχεια ασκούφωτο πεορούφηγμα, όπου κατειχε αρκετα καλη τεχνικη,με αναλογη περιποιηση όρχεων. (Μπου).
  3. Οι επιδωσεις της στο τσιμπούκι πολυ καλες, γλειφει στοχευμενα, προσφερει ενα αργο και ποιοτικο πεορούφηγμα καθώς και πσβουράκι στα αρχιδια. (Ιερόδουλες).

Got a better definition? Add it!

Published

Η μαλακία, το τρομπάρισμα, η χειροτεχνία και χειράντλησις,η δια χειρός ηδυπαθής προστριβή του ερωτικού σωλήνος υπο την προυπόθεση οτι επιτελείται απο τον ερωτικό σύντροφο,με πλήρη ερασιτεχνισμό και τεμπελιά και δε συνοδεύεται απο περαιτέρω ερωτικές περιπτύξεις.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στείρα, απαθή ερωτική πράξη και προδίδει την έλλειψη θέλησης του ερωτικού συντρόφου που την επιτελεί, να προχωρίσει περαιτέρω το μπαλαμούτι.Εφαρμόζεται κυρίως στην αρχή και τα πρώτα ραντεβού μιας σχέσης και παραλληλίζεται ως προς τη δυσαρέσκεια του δέκτη με την αερόπιπα

-Τί έγινε ρε μαλάκα με το Ποπάκι, έβαλες; -Μπά, αρχίδια...Με τα χίλια ζόρια μου έκανε μια πεοχειραψία -Ούτε λίγο στοματάκι η καριόλα; -Γάμησέ τα..

Got a better definition? Add it!

Published

Η την ψωλήν βυζαίνουσα, ήτοι η πεολείχουσα, η τσιμπουκλού, η πιπατζού, η ψωλογλείφα. Ανήκει στην ιδιόλεκτον του ποιητού Ανδρέου του Εμπειρίκου.

Ἤθελε, τώρα, νὰ πέσηι εἰς τὰ γόνατά του καὶ νὰ τῆς εἴπηι τὰ πλέον γλυκὰ καὶ τὰ πλέον αδιάντροπα ὡραῖα λόγια: «Ἀγάπη μου καὶ φῶς μου! Χρυσή μου καὶ ἄγγελέ μου! Πουλάκι μου! Κορίτσι μου! Ψωλοβυζάχτρα μου! Γλυκὸ καὶ παχουλὸ μουνί μου!...» (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 5, σ. 70).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified