(ουσ., προσβλητικό) Ο φοιτητής αυτός, που κυριότερο χαρακτηριστικό του είναι ότι ψηφίζει πλαίσια της ΔΑΠ στις συνελεύσεις της σχολής του.
Μπορεί να είναι είτε δηλωμένος Δαπίτης, είτε και καλά ανεξάρτητος και «έχω σιχαθεί τις παρατάξεις στο Πανεπιστήμιο». Έχει και καλά φιλελεύθερες απόψεις και υποστηρίζει πάνω από όλα την ομαλή λειτουργία του Πανεπιστημίου σε ανοικτές συζητήσεις. Ψηφίζει ΔΑΠ όχι γιατί πραγματικά τη στηρίζει, αλλά γιατί και καλά αυτό τον εξυπηρετεί σε (όλως τυχαίως) κάθε συγκυρία.
Γενικώς, είναι και καλά οτιδήποτε, και καλά κουλτουριάρης, και καλά φιλοσοφημένος, και καλά δραστήριος, και καλά μέσα σ' όλα τα προάγουν την πρόοδο της χώρας και της νεολαίας, αλλά όταν είναι μόνος του, ακούει κρυφά από τα ακουστικά του Νίκο Βέρτη και Χαρά Βέρα. Όταν η παρέα είναι ανάλογη, κυκλολοφορεί με γυαλί ηλίου Gucci, ροζ μπλουζάκι πόλο με σηκωμένο το γιακά και καρό βερμούδα και παραγγέλνει φρεντοτσίνο σε καφετέριες της παραλιακής. Είναι τότε που προβάλλεται το πραγματικό εγώ του, σαν λυκάνθρωπος κάτω από γεμάτο φεγγάρι.
Κρατάει στο χέρι του την τελευταία λέξη της τεχνολογίας στα κινητά, παίζει φανατικά τίτσου, συζητάει κατά 95 % με τους φίλους του για μπάλα ή για αμάξια, και το βράδυ του δεν είναι ποτέ ικανοποιητικό αν δεν έχει κλείσει μπουκάλι σε μπάρα σε γνωστό μαγαζί με νεολαία. Με λίγα λόγια, είναι το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του Ελληνάρα.
Κοινή συζήτηση μεταξύ δύο δάπαρων:
- Φιλαράκι, πάμε σήμερα Κίσφις; Έχω κλείσει μπουκάλι βοτκίτσα, θα πω και σε δύο μωρά να έρθουνε, θα περάσουμε πολύ κυριλέ!
- Ναι ρε, γουστάρω! Πήρα κι ένα γαμάτο ροζ μπλουζάκι χθες 200 ευρώ, θα το φορέσω, ε;