Further tags

Ο οδηγός ταξί, λογοπαίγνιο με τις λέξεις ταξί και φάρα, εμπνευσμένο από τη γερμανική λέξη για τον ταξιτζή: taxifahrer.

Παμπάλαιο. Για πολλούς οι ταξιτζήδες είναι πράγματι μεγάλη φάρα. Ουχί αδίκως καθότι, παραδοσιακά, το επάγγελμα αυτό, καθώς και του περιπτερά και του θυρωρού, είναι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, συνώνυμο του χαφιέ.

Δεν θα πω άλλα, τα σχόλια δικά σας.

Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν βρήκα ούτε μία αναφορά στον γούγλη με τη λέξη ταξιφάρας...

ΜΠΑΜΣΚΡΑΤΣΓΚΟΪΝΓΚΛΑΤΣΣΣΣΣΣΣΣ!!!
.....
Ρε μαλάκαα!!!!!!! Είσαι και επαγγελματίας ρεεεε!!!!!! Μαλάκα, έ μαλάκα!!! Έτσι περνάνε τα στόπ ρε γαμημένε ταξιφάρα;;;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως σοφά έγραψε κι ο Μ. Μωϋσείδης το 1927:

[img]http://www.slang.gr/media/img/201303/ec04ab6354816d3e94acc151eaec5f51.JPG[/img]

Ωσεκτουτού, είμεθα πιονέροι της Τέχνης. Ο εθνικός μαλάκας τιμάται από όλους μας καθημερινά. Εξέχουσα θέση στην τροφική αλυσίδα τση μαλακίας κατέχει ο μαλακισμένος, άτομο που κουβαλάει πάνω του όλη την κακώς εννοούμενη αύρα του δια της μαλάξεως αυτοερεθιζομένου.

Πέον να σημειωθεί ότι ως μπινελίκι προσφέρει πολλά περισσότερα απλικέϊσιο και βαθύτερη σλανγκενέργεια από τον σκέτο μαλάκα, καθώς εξαπολύεται αδιακρίτως εις βάρος υποκειμένων, αντικειμένων, καταστάσεων, τση μαύρης χελώνας που μας κατουράει κ.ταλ.

Λημματοδοτείται χάριν πληρότητος δεδομένου ότι το σάη καταγράφει μόνο μια από τις άπειρες εφαρμογές του, ωσαναφορά τα μειράκια.

1. Το ευτύχημα, φίλε, είναι ότι δεν είμαι όλες τις ώρες κι όλες τις στιγμές μαλακισμένος άνθρωπος. Μερικές φορές με πιάνει, και δεν έχω βρεί τί φταίει και πώς μπορώ να το αντιμετωπίσω

2. ΠΡΟΣ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΧΡΥΣΑΥΓΙΤΕΣ: ΚΟΥΦΑΛΕΣ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΩΡΑ ΣΑΣ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΑ ΘΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΙΘΑΝΕΤΕ...

3. Χωρίς προφανώς να γνωρίζει ότι τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά, ο Δημήτρης Καμπουράκης στο πρωινό του MEGA χαρακτήρισε τους καταληψίες της βίλας Αμαλία «μαλακισμένα»

4. ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΑΝΕΡΓΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΛΑΚΙΣΜΕΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙ ΣΤΟΝ ΟΑΕΔ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πονηρόπουστας που φέρεται ως πονηρή αλεπού και ως εκ τούτου τον παίρνει πού και πού.

  1. αλεπού(στης). Το καταλάβαμε. (Εδώ).

  2. - Μια που αρχίσαμε τα φιλοσοφικά, πώς λένε την αρσενική αλεπού;
    - Άμα τον παίρνει κιόλας, αλεπούστη (Εδώ)

(από Khan, 23/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που κάνει πονηρές πουστιές. Πρόκειται για την μειωτική σημασία που έχει η πουστιά ως πονηριά και μπαμπεσιά, το οποίο δεν έχει να κάνει με το να είναι κανείς γκέι (τουλάχιστον όχι οπωσδήποτε). Βλ. και αλεπούστης.

  1. ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΤΟΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΛΕΗΛΑΤΗΣΕΙ ΤΟ ΧΩΡΟ Ο ΠΟΝΗΡΟΠΟΥΣΤΑΣ ΑΛΛΑ ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΕΙ ΧΑΜΠΑΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ ΠΛΕΟΝ. (Εδώ).

  2. Μαλακιες του κακριδη ειναι αυτες.Το πολυ να του ειπαν οτι οι πνευματικοι προγονοι τους ηταν,οτι δηλαδη ολη μερα οι φραγκοι διαβαζαν τους αρχαιους και αυτος σαν πονηροπουστας να καταλαβε αυτο που ηθελε. (Εδώ).

  3. Πονηροπουστας. Ειναι & φοιτητης στο ανοιχτο πανεπηστμιο η μαιμου. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Βρισιά, αυτός που έχει γαμημένη ψυχή, ψυχή γάμησέ τα, ή κάτι τέτοιο γουατέβα.

Από διαδικτυακές βρισιές:

  1. ποτὲ πιό μπουχεσόβλακας καὶ τέτοιο κλαψαρχῖδι δὲν ἐγεννήθηκε στὴ γὴ, ψόφησε ὁ γαμώψυχος

  2. χιλιες φορες να το κανεις παρα να εισαι γαμωψυχος και πουτανας γιος!!!!

  3. Σκατόμυαλος και γαμόψυχος!!!!! Τί έγινε καπνιστές;;Τον ήπιαμε;;

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του «σκατόψυχος».

Είσαι γαμόψυχος αν δεν παραδέχεσαι ότι αυτός που κλέβει γιατί δεν έχει να φάει, είναι αθώος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στοιχειώδες σωματίδιο με πολύ strangeness αλλά καθόλου charm, είναι το θεμέλιο που δίνει στα μπάζα μάζα (αλλά όχι με την καλή έννοια).

Γνωστό και ως «Σωματίδιο του Θεόμπαζου»

Πάσα: Khank στο λήμμαν μπάζο.

1. Το περίφημο Μπαζόνιο. Περιέχεται σε όλα τα δίποδα “μπάζα” που συναντούμε κατά καιρούς σε παραλίες, μπαρ, κλαμπ και λοιπές εκδηλώσεις και χώρους συνάθροισης, ιδιαίτερα δε το καλοκαίρι. Το μπαζόνιο ενεργοποιείται ανάλογα το πόσο λιάδα είμαστε. Προφανώς έλκεται από το αλκοόλ. -Οσο μεγαλύτερη η σούρα, τόσο αυξημένη η πιθανότητα να καταλήξουμε με κάποιο μπάζο -φορέα του μπαζονίου δηλαδή- στο τέλος της βραδιάς, στο κρεβάτι ή αλλού.

2. Καθονται και ασχολουνται με μαλακιες αντι να κατσουν να βρουν το «μπαζόνιο» το γονιδιο που κανει τις Ελληνίδες να φερονται σαν «Ελλε-η-νίδες» :jerking:

3. 50 χρόνια τους πήρε να Ανακαλύψουν το Μπαζόνιο και ο κολλητή μου μια νύχτα μόνο μέθυσε και ανακαλυψε το πρωί το Μπαζόνιο να κοιμάται δίπλα του..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης, γενικός μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα που είναι άσχημη, ανασούμπαλη και ολίγον τι χαμούρα.

Και τα τσιγάρα μάρκας Camel.

  1. Ακόμη δεν μπορώ να πιστέψω ότι άφησε την Λιάνα για αυτήν την καμήλα.

  2. Καμήλα καπνίζει το φλώρι.

(από σφυρίζων, 30/03/13)Με την καυλή έννοια (από Khan, 30/03/13)Με την καυλή έννοια και πάλι (από Khan, 03/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Καρακλασικός χαρακτηρισμός για την κακούργα, την μέγαιρα, την μοβόρα, το μπιτσόνι, τη λούγκρα.

1. Κουτσομπόλα, δυνάστρια, σπαστική απουσιολόγος, ψυχαναγκαστική σε όλα, κακίστρω αλλά και δοτική, εργασιομανής, αποφασισμένη να πετύχει, γυναίκα...

2. Αχ, αυτή η κακίστρω η Αριστερά! Θέλεις και τα λες ρε Τσίπρα ή σου ξεφεύγουν;

3.
- Κακίστρω!
- Δεν είμαι εγώ κακίστρω, εσύ είσαι ΠΟΛΥ ρομαντικός.

(από σφυρίζων, 02/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βρώσιμου μανιταριού. Φυτρώνει κυριολεκτικά εκεί που κλάνει η αλεπού.

Χρησιμοποιείται επίσης ως βρισιά για μηδαμινό, ανάξιο σημασίας άνθρωπο.

Ανήκει και στο αρκαδικό ιδίωμα, δες.

Στο Δ.Π. υπό tzagos.

  1. το μανιταρι απο πανω το λεμε αλεποπορδη το πατας κ κανει ενα πουφ κ βγαινει σκονη που περιεχει σπορια. (Εδώ)

  2. ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΗ
    Σα να λέμε FOXFART. Που σε συνδυασμο με τον FIREFOX μας κανουν ένα πρωτογνωρο πυροκλανι αλεπούς.
    - Πού;
    -Εκεί που κλάνει η αλεπού. Χαχαχα. (Εδώ).

  3. ma kala authn thn alepopordi pou leme kai sto xwrio mou den thn empikse sto xwma kanenas ; (Εδώ).

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified