Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.
Η γυναίκα ελευθέρων ηθών.
Φέρε κανά καρακλανίδι στο πάρτυ να γουστάρουμε.
Got a better definition? Add it!
Απαντάται και το μεγεθυντικό φετόλα. Η άσχημη γυναίκα, το μπάζο, η πατσαβούρα.
-Τελικά βγήκες για καφέ με αυτή τη γκόμενα απ' το εμεσέν που γνώρισες;
-Ναι ρε, άσ' τα, φετόλα τελείως ήταν, δεν βλεπόταν.
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή του Μπρους-Λη ή η ελευθέρων ηθών κοπέλα, η τσούλα, η πουτανίτσα.
-Καλά, η Ελένη βγαίνει με τον Κώστα; Αφού τα έχει με τον Μανώλη...
-Μόνο με τον Μανώλη; Αυτή έχει πάρει όλη την ευρωπαϊκή ένωση... είναι πολύ Τσου-Λη!
Got a better definition? Add it!
Άτομο σπαστικό συνήθως, του οποίου τα κόμπλεξ οφείλονται, κυριολεκτικά και μη, σε αποχή απο το σεξ.
Μας ζάλισε αυτή η αγάμητη, επειδή δεν την γαμάει κανένας νομίζει ότι όλοι είμαστε μαλάκες.
Παρόμοιο με το ανέραστος, στο πιο χυδαίο.
Got a better definition? Add it!
Ελεεινή γυναίκα, που την παρομοιάζουν με παράγκα.
- Τελικά αποδείχτηκε πολύ τρώγλη η τάδε και της έδωσα φύσημα.
Got a better definition? Add it!
Γρόθος είναι κάτι περισσότερο απ' τον μαλάκα, είναι ο παράξενος που είναι και μαλάκας δηλαδή, καταλαβαίνετε...
Ρε αυτός είναι μεγάλος γρόθος!
Got a better definition? Add it!
Σκλάβος του αιδοίου.
Βλ. μουνόδουλος, μουνοτρέχας.
Ο μουνοείλωτας βρήκε την Κλεοπάτρα και χαίρεται ο μαλάκας.
Σχετικά: μουνοσαλιάρης, πουτόπιστος, χαζομούνης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που ασχολείται με το πετσάκι του πέους του, ο μαλάκας.
Επίσης χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάποιον που κάνει κάτι ριψοκίνδυνο χωρίς να υπολογίζει τις συνέπειες.
Καλά πόσο πετσάκιας είσαι; Έκανες όλη τη διαδρομή με χαλασμένα φώτα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ηλίθια ή / και άσχημη γκόμενα. Αντίστοιχη των πετούγια, μπαζόλα, φλόμπα και σαλούφα!
Πού πας μωρή μπόφα;
Got a better definition? Add it!
O μιλάκας (milakash), o κοινώς γνωστός... μαλάκας. Προφέρεται με... βορειοβαλκανική προφορά. Συναντάται και ως μιλάκις (milakish) ή και μιλακες (milakesh).
(δεν χρειάζονται)
Got a better definition? Add it!