Further tags

Εμπλουτισμένη, εμφατική και σαφώς πιο σοφιστικέ παραλλαγή της γνωστής λαϊκής ρήσης [σας γραφω] στ' αρχίδια μου.

Παρά τις εκτεταμένες έρευνες σχετικά με τη συνάφεια αυγών της γείτονος και όρθιων τούβλων, ιδίως σε σχέση με τα ανδρικά γεννητικά όργανα, δεν υπάρχει επιστημονική εξήγηση μέχρι σήμερα.

Η ποσότητα των αναφερομένων αυγών και τούβλων ποικίλει, αλλά υπακούει κατά τεκμήριο στους εξής κανόνες: τα αυγά είναι περισσότερα από τα τούβλα και οι χρησιμοποιούμενοι αριθμοί είναι ζυγοί και μικρότεροι ή ίσοι του 10.

Η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «στ' αρχίδια μου και x αυγά Τουρκίας και y τούβλα όρθια (όπου x > y και x, y είναι ζυγοί αριθμοί μικρότεροι ή ίσοι του 10) κι απ' αλανιάρα κότα».

- Αφού συμπεριφέρεσαι τοιουτοτρόπως, δεν είσαι πλέον προσκεκλημένος στο τσάι της Παρασκευής.
- Στ' αρχίδια μου κι οχτώ αυγά Τουρκίας κι έξι τούβλα όρθια!

Προς το τέλος του βιντεακίου (από Khan, 27/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η αδέλφω, δηλαδή η κωλοπουστάρα του κερατά που τον παίρνει και χαίρεται...

Καθηγητής: Ξέρετε ποιοι μας κυβερνούσαν στην χούντα; Αφού ο Ιωαννίδης ήταν αρσακειάδα.
Μαθητής: Τι είναι αυτό κύριε;
Καθηγητής: Ήταν αδελφή ΡΕ...

Η αρσακειάς και το αλάνι. (από joe909, 06/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελεύθερη μεταφορά του fucktard.

- Ο Μπάοκ έχει μεγαλύτερη ιστορία απτόν Ολυμπιακό.
- Τι λες βρε ΓΑΜΗΛΙΘΙΕ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομοιότης του ανδρικού γεννητικού οργάνου με λεβιέ ταχυτήτων, σε συνδυασμό με το κάτω σύστημα, το επονομαζόμενο και παπάρι/παπαριά, δημιουργούν την σύνθετη αυτή περιγραφή του γνωστού μαλάκα.

Ο τύπος είναι αλλού ρε συ. Δεν ξέρω πως την έχει δει ο παπαρολεβιές. Μιλάμε μας ζαλίζει τ' αρχίδια 24/7.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπρόκοπος, ακαμάτης, τεμπελχανάς, λέτσος, γενικώς είναι μια generic περιγραφή όλων αυτών που δεν θέλεις να είσαι.

- Ου ρε ζώον όρθιο και δίποδο. Που μού 'φαγες τα νιάτα μου. Που σε πίστεψα (που κακόχρονο νά 'χεις) και με πήρες κοριτσάκι πράμα και μ' έχεις να σε πλένω και να σε ξεσκατώνω και να σε μαγειρεύω. Ανεπρόκοπε. Χαρμάγκιοη. Ακαμάτη, μόνο το καφενείο και η πρέφα σε νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).

- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του μαλακοπίτουρα και σωρείας άλλων σύνθετων λέξεων με πρώτο συνθετικό το μαλάκας. Ο μαλακοπέρδουλας είναι η τελευταία μετάλλαξη του μαλάκα, ώστε να κρατιέται πάντα στη μόδα. Πώς η Porsche βγάζει εδώ και σαρανταφεύγα χρόνια την 911 και συνεχώς την εξελίσσει ώστε να συμβαδίζει με την εποχή; Ε, το ίδιο πράμα.

- Μας γκάστρωσε ο μαλακοπέρδουλας. Μία ώρα δεν έβαλε γλώσσα μέσα. Και με είχε βάλει πρώτο θρανίο και να μην μπορώ να κοιμηθώ... Τα είδα όλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, ο πούστης. Χρησιμοποιείται και μεταφορικά για να πούμε σε κάποιον ότι δεν είναι ικανός να κάνει κάτι, δεν έχει τα κότσια.

  1. - Κοίτα τη λούλα πως περπατάει.

  2. - Άντε βρε λούλα, γιατί δεν πας να της μιλήσεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέρος του γεννητικού αντρικού οργάνου. Οι άνθρωποι που φέρουν ένα αρχίδι λέγονται μονόρχεις (ή τζούφιοι).

Το αρχίδι εμφανίζεται επίσης σε δέκα μορφές:

  1. ως βρώσεως σημαντικό
  2. ως ορεκτικό
  3. ως κλάσεως σημαντικό
  4. ως δηλωτικό ποιότητας: α. επαινετικό β. υποτιμητικό
  5. ως εξάσκηση του ξυστό
  6. ως δηλωτικό δυσαρέσκειας
  7. ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός
  8. ως δηλωτικό θάρρους
  9. ως δικηγορική υπόθεση
    1. ως απάντηση
  1. Φάε ένα αρχίδι.
    1. Τσίμπα ένα αρχίδι.
    2. Κλάσε μου τ' αρχίδια.
      4α. Διευθυντής μ' αρχίδια.
      4β. Αρχίδια διευθυντής.
    3. Ξύσε μου τ' αρχίδι.
    4. Πήραμε τ' αρχίδια μας.
    5. Για κοίτα το αρχίδι.
    6. Ο τύπος έχει αρχίδια.
    7. Αρχίδια υπόθεση είναι αυτή.
  2. - Πήρες τη δουλειά; - Αρχίδια...

(από ironick, 10/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified