Further tags

Παρομοίωση που περιγράφει γλαφυρά φάτσα τύπου, χοντρού κατά προτίμηση, που τον έχει αρπάξει άσχημα ο ήλιος.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για άλλα μέρη του σώματος - π.χ. για το σβέρκο, εξ ου και οι Αμερικάνοι rednecks.

Επίσης, ενστικτώδης αντίδραση σε φάση που τύπος, επίσης χοντρός κατά προτίμηση, σκάει μύτη μπροστά μας έχοντας απροειδοποίητα ξυρίσει το μουστάκι.

  1. Στοργική μητέρα 1: - Κωστάκη, έλα δω να σου βάλω πασαλειψατέρ. Θα σε βαρέσει ο ήλιος μεσημεριάτικα, σαν της μαϊμούς τον κώλο θα γίνεις.

  2. Στοργική μητέρα 2: - Αχ, παιδάκι μου, γιατί το ξύρισες; Σαν της μαϊμούς τον κώλο έγινες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σπάει καβλί, που δεν παλεύεται.

- Τι σπασικάβλιος που είναι ο Σάκης, γαμώ το στανιό μου ρε πούστη μου...
- Τι έκανε πάλι ο μαλάκας;
- Αφού είδαμε και πάθαμε να τον στείλουμε με γκόμενα σε ένα ξενοδοχείο μπας και γαμήσει επιτέλους, πάνω στο καλό, πέντε η ώρα το πρωί, πετάγεται από το κρεβάτι, ντύνεται και φεύγει να πάει να φάει λέει το πρωινό του, τις πρωτεΐνες του και τα μελάτα αυγά και δεν ξέρω τι άλλο...
- Ε και σένα τι σε κόφτει ρε μεγάλε; Αφού τον ξέρεις τον μαλάκα τον σφίχτερμαν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανάκτησης χαρτοπαίκτη χτυπημένου απ' τη μοίρα. Χρησιμοποιείται σε καρέ πόκας, όταν τα φύλλα που σκάνε κάτω συνεχώς φτιάχνουν τον αντίπαλο, ή και σε τραπέζι κουμκάν, θανάση κλπ όταν τραβάμε για εικοστή δεύτερη φορά σερί το λάθος χαρτί. Η αμφισβήτηση κατ' αυτόν τον τρόπο της ηθικής των τραπουλόχαρτων αποτελεί ασφαλή ένδειξη ότι ο παίκτης γι' απόψε τουλάχιστον τό 'χει χάσει και δεν υπάρχει περίπτωση να κερδίσει και ούτε καν να ρεφάρει.

Έχει γενικότερη εφαρμογή και σε άλλες περιπτώσεις όπου η τύχη μας παίζει άσχημα παιχνίδια.

Σχετικά λήμματα: πουτάνα μπάλα!!!, γαμιέται ο Δίας, όχι ρε πούστη

  1. - Πουτάνα τράπουλα!!! Μόνο με βαλέ γίνεσαι, ρε πούστη άντρα!

  2. - Πουτάνα τράπουλα!!! Μας τη φάγανε τη θέση!!! Μόνο στο πάρκινγκ τώρα, δέκα ευρώ γαμησιάτικα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα τα πποία αποκαλούν τους εαυτούς τους emo και τα οποία έχουν την ατυχία να είναι βλαμμένα, χαζά, κοινώς βλήματα.

- Δηλαδή αυτό τώρα είναι emo;
- Oχι ρε, βλemo είναι ο Γιαννάκης! Δεν το βλέπεις τι βλαμμένο που είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...

- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.

- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...

(από klanidi, 03/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα που σου σπάει τα νεύρα και λέει διαρκώς παπαριές.

- Πω πω, αυτή μας έφαγε τ'αυτιά σήμερα με τις μπούρδες της! -Άσε μωρέ την παπάροβα! Μονίμως βλακείες λέει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ποιοτικά κατώτερος, ο δευτερότριτος ή καλύτερα... ο τελευταίος.

Στην κυριολεξία η λέξη αφορά ένα τυρί όμοιο με τη φέτα.

Αυτός ο τελεμές... Η ρουφιανιά και το γλείψιμό του ανταμειφθήκαν έγκαιρα με τη θέση του κεντρικού παρουσιαστή δελτίου ειδήσεων. Σίγουρα στις επόμενες εκλογές θα τον δούμε βουλευτή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ψευτόμαγκας, ο θρασύδειλος.

Για κοίτα ρε τον παπαροτσολιά, όλο λόγια είναι αλλά όποτε με βλέπει κλάνει μέντες!

Got a better definition? Add it!

Published

Βλάκας. Ειδικότερα, χοντροκέφαλος αλλά και αγαθιάρης, αργόστροφος, αυτός που τα πιάνει δύσκολα αλλά παρόλ' αυτά επιμένει.

Ο Μπόζο ήταν κλόουν. Ο οποίος μετά διαφήμιζε γαριδάκια.

«... τωρα ολα τα παιδακια τρωνε Μποζο γαριδακια...»

Και επ' ουδενί έχει σχέση με τον υποψήφιο δήμαρχο του ΠΑΣΟΚ στην Κηφισιά Πάνο Μπόζο.

Μπόζος στα αρβανίτικα θα πει βαρελάς. Επίσης καμία σχέση.

Σχετικά λήμματα: βλήμαντρο, μυγοχάφτης

  1. - Καλά, μα τι μπόζος είσαι ρε αδερφάκι μου ... σαράντα φορές στό 'χω πει ... αν δεν έχεις επαφή στο τρίτο φύλο, πάσο ...

  2. Ο Μπρουναμόντι είναι μέγας μπόζος και το όνομά του πρέπει να αλλάξει από ρομπέρτο σε τ-ρομπέρτο... (Από το site του Roma Club Grecia)

(από poniroskylo, 06/05/08)(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified